Quantcast
Channel: Άννα Αγγελοπούλου
Viewing all 472 articles
Browse latest View live

H Άνοιξη στην ποίηση και τη ζωγραφική. Τραγούδια για την Άνοιξη του Γιώργου Σαραντάρη και η Άνοιξη του Henry Ryland

$
0
0
Τραγούδια για την Άνοιξη

  Ας αποχαιρετήσουμε τον Μάρτιο και ας υποδεχθούμε τον Απρίλιο με ανοιξιάτικους πίνακες του Βρετανού ζωγράφου Henry Ryland (1856-1924) και δύο τραγούδια για την Άνοιξη του αγαπημένου ποιητή Γιώργου Σαραντάρη...Γιατί, η Άνοιξη προχωρά...Γιατί, και εμείς προχωράμε στην καρδιά της Άνοιξης...

Henry Ryland (1856-1924), La Primavera (Η Άνοιξη). Στα έργα του Henry Ryland είναι εμφανής η επιρροή των Προραφαηλιτών ζωγράφων, όπως ο Dante Gabriel Rossetti, αλλά και των Νεοκλασικών ζωγράφων, όπως ο L. Alma Tadema.

Γιώργος Σαραντάρης, Δύο τραγούδια τῆς Ἄνοιξης

Ι


Μοῦ φαίνεται, πὼς ἡ ἄνοιξη 
Σὰν κελαηδᾶ μὲ τρέμει 
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα σκοπὸ 
Νὰ δώσει τοῦ ἔρωτά μου 
Μὴν τῆς ζητήσω ἕνα φιλὶ 
Νὰ σοῦ φιλήσω τὴν καρδιὰ 
Νὰ σοῦ χαρίσω δυὸ φτερὰ 
Καὶ νὰ σὲ δῶ δικιά μου

Henry Roland (1856-1924), Η αλληγορία της Άνοιξης.


ΙΙ


λα νὰ δεῖς τὴν ἄνοιξη ποὺ περπατάει 
Ποὺ μὲ τὰ σύννεφα ἀγκαλιὰ μᾶς χαιρετάει 
Ἔλα νὰ δεῖς τὴν κόρη μου πῶς ἔγινε μεγάλη 
Καὶ τραγουδάει μὲ μιὰ φωνὴ ποὺ δὲν ἦταν δικιά της


Καὶ τραγουδάει μ᾿ ἕνα παλμὸ ποὺ εἶναι τοῦ κόσμου ὅλου 
Σὰν νὰ βρέχει τὰ χείλια της στὴ βρύση τ᾿ οὐρανοῦ

Σὰν νὰ πετάει ἡ καρδούλα της μὲ κάθε χελιδόνι
Καὶ νὰ μὴν ξέρει ἡ ἄνοιξη ἂν εἶν᾿ δικιά της κόρη!

Ηenry Ryland (1856-1924), Ανοιξιάτικα άνθη.

Henry Ryland (1856-1924), Ανοιξιάτικη ειδυλλιακή σκηνή.





Μεγάλη Τρίτη. Το τροπάριο της Κασσιανής και πίνακες ζωγραφικής με θέμα τη Μετανοούσα Μαρία Μαγδαληνή

$
0
0
Το τροπάριο της Κασσιανής

  Μεγάλη Τρίτη σήμερα! Έχει αρχίσει η Μεγάλη Εβδομάδα για ακόμη μια φορά. Το βράδυ της Μεγάλης Τρίτης ψάλλεται στις εκκλησίες ο όρθρος της Μεγάλης Τετάρτης. Πρόκειται για μία από τις μελωδικότερες ακολουθίες της εκκλησίας μας. Το τελευταίο τροπάριο της ακολουθίας είναι το γνωστό τροπάριο της λόγιας ποιήτριας του Βυζαντίου Κασσιανής, ένας από τα πιο λυρικά άσματα της εκκλησιαστικής ποίησης. Το ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται με μία μετανοούσα αμαρτωλή γυναίκα που απευθύνεται προς τον Κύριο και ζητά συγχώρεση. Η Κασσιανή εμπνεύστηκε το ιδιόμελο αυτό τροπάριο από τα λόγια των Ευαγγελιστών, που δεν αναφέρονται στη Μαρία τη Μαγδαληνή, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά στην ανώνυμη αμαρτωλή γυναίκα, τη μοιχαλίδα, που ο Χριστός έσωσε από λιθοβολισμό του  πλήθους  για το ηθικό της παράπτωμα, με τη γνωστή φράση: «Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω επ’ αυτήν».  Η αμαρτωλή γυναίκα αισθάνθηκε την ανάγκη να εκφράσει στον Χριστό την ευγνωμοσύνη της και να ζητήσει συγχώρεση και έλεος για τα παραπτώματά της. Για αυτό, πηγαίνει με μύρα στο σπίτι του Σίμωνα του Φαρισαίου του λεπρού όπου βρισκόταν ο Χριστός και εκεί ζητά εξιλέωση και εκδηλώνει τη μετάνοιά της, πλένοντας τα πόδια του Ιησού με μύρα και σκουπίζοντάς τα με τα ξέπλεκα μαλλιά της.
   Η αμαρτωλή γυναίκα εσφαλμένα απεικονίζεται από τους περισσότερους ζωγράφους ως Μαρία Μαγδαληνή Μετανοούσα. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποια αναφορά στους Ευαγγελιστές που να οδηγεί στην ταύτιση με την Μαρία Μαγδαληνή.  Τρεις από τους τέσσερις Ευαγγελιστές, ο Λουκάς, ο Ματθαίος και ο Μάρκος αναφέρουν στα ευαγγέλιά τους το περιστατικό, αλλά αφήνουν τη γυναίκα ανώνυμη. Δηλαδή, δεν την ταυτίζουν με τη Μαρία Μαγδαληνή.
   Επιλέγω κάποιες από τις απεικονίσεις της Αμαρτωλής Μαγδαληνής για να πλαισιώσω τους υπέροχους στίχους της Κασσιανής. Είναι πίνακες-πορτρέτα της μετανοούσας αμαρτωλής γυναίκας από τέσσερις σημαντικούς καλλιτέχνες, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, τον Carravagio, τον  Georges De La Tour και τον William Adolphe Bougeureau, που εκφράζουν με δύναμη και λυρισμό τη συναισθηματική ένταση...

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, ο επονομαζόμενος El Greco, H Μαρία Μαγδαληνή Μετανοούσα. Λεπτομέρεια. 1585-1590. Cau Ferrat Μουσείο. O Θεοτοκόπουλος έχει απεικονίσει σε διάφορες παραλλαγές τη μορφή της αμαρτωλής Μαρίας Μαγδαληνής (Βλ. τις απεικονίσεις στο https://annagelopoulou.blogspot.gr/2014/04/el-greco.html).

Caravaggio, H Μετανοούσα. 1594-1595. Doria Pamphilij Πινακοθήκη. Ρώμη.

Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει.
εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν,
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.

Georges De La Tour, H Μετανοούσα Μαρία Μαγδαληνή. Γύρω στα 1640. Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης. Νέα Υόρκη.

Σε μεταγραφή στη νεοελληνική από τον Φώτη Κόντογλου

Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες,
σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα
και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου
κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη
και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας.
Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων,
σύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ'αναστενάγματα της καρδιάς μου,
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,
και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,
τ'άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,
ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;
Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ'αμέτρητο έλεος.


William Adolphe Bouguereau (1825-1905), Η Μετανοούσα. 1876. Laing Πινακοθήκη Τέχνης.

The

http://www.saint.gr/5/texts.aspx

https://www.metmuseum.org/art/collection/search/436839




Δύο ποιήματα του Νίκου Καρούζου για τις ανοιξιάτικες βιολέτες και τα Πάθη του Χριστού

$
0
0
Η Άνοιξη στην ποίηση και τη ζωγραφική. 
Απριλιάτικες βιολέτες  και ο σταυρωμένος Χριστός στο έαρ

Βιολέτες! Λουλούδια του Απριλίου, λουλούδια της Εβδομάδας των Παθών και του Επιταφίου.

Janos Thorma (Ούγγρος, 1870-1937), Γυναίκα που κρατά βιολέτες. 1920. Ιδιωτική Συλλογή.

Stanisław Wyspiański (Πολωνός θεατρικός συγγραφέας, ποιητής, ζωγράφος, εικονογράφος, σχεδιαστής, 1869-1907) , Κορίτσι με βιολέτες, 1896. Εθνική Πινακοθήκη. Βαρσοβία.

“Τίποτα δεν αγγίζει τις απριλιάτικες βιολέτες;
τίποτα-: μονάχα ο ακάνθινος Ιησούς.”
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα Β’)

“Το άφθαρτο ξύλο: Ο σταυρός είναι δυο επιθυμίες.
Η μια επιθυμία που ερωτεύτηκε τα ουράνια
σμίγει και σταυρώνεται με την επιθυμία/ καθώς διασχίζει τη γη.
Κι ο Χριστός στο έαρ σταυρωμένος.”
(Ν. Καρούζος, Τα ποιήματα A’)

Κωνσταντίνος Παρθένης, Χριστός. Περίπου 1900. Εθνική Πινακοθήκη. Αθήνα.

Η ηθογραφία στην ελληνική ζωγραφική: N. Λύτρας, Άνθη Επιταφίου και Μεγάλη Παρασκευή του Θεόδωρου Ράλλη.

$
0
0
 Άνθη Επιταφίου στο δάπεδο της εκκλησιάς τη Μεγάλη Παρασκευή

    Επειδή σήμερα είναι Μεγάλη Παρασκευή, σας παρουσιάζω τρεις χαρακτηριστικούς πίνακες της ελληνικής ηθογραφίας με  σκηνές από το εσωτερικό χώρο μίας εκκλησιάς κατά τη Μεγάλη Παρασκευή. Διακρίνονται για την ατμόσφαιρα κατάνυξης και μυσταγωγίας και αποπνέουν γαλήνη και μελαγχολία. Αγαπημένη μου λεπτομέρεια και στις τρεις απεικονίσεις: τα άνθη του Επιταφίου στο δάπεδο του ναού...Με συγκινούν τόσο πολύ αυτά τα σεμνά αγριολούλουδα στο φθαρμένο δάπεδο της εκκλησιάς που προσφέρονται από τις κοπέλλες του χωριού για να στολίσουν τον Επιτάφιο. Άνθη της Άνοιξης για την Ανάσταση!

    Ξεκινώ με τα "Άνθη του Επιταφίου". Ο δημιουργός του, ο Νικηφόρος Λύτρας (1832-1904), θεωρείται από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους και δασκάλους της ζωγραφικής του 19ου αιώνα, κύριος εκπρόσωπος της Σχολής του Μονάχου, τον ακαδημαϊσμό της οποίας δεν εγκατέλειψε ποτέ κατά τη διάρκεια της πολύχρονης δημιουργικής ζωής του. Ο Λύτρας επέβαλε και καθιέρωσε στη νεοελληνική ζωγραφική τα ηθογραφικά θέματα. Απλοί άνθρωποι και σκηνές της καθημερινότητας, παραδοσιακά έθιμα, εσωτερικά αγροτικών σπιτιών, εικόνες από την αγροτική ζωή και την ύπαιθρο απεικονίζονται στα έργα του με νοσταλγική διάθεση. Μας θυμίζουν σκηνές και εικόνες από τα ηθογραφικά διηγήματα του Βιζυηνού και του Παπαδιαμάντη.
   Η γυναίκα, πιθανόν χωρική, στέκεται στη γωνιά του πρόναου μιας ταπεινής εκκλησίας και κρατά με ευλάβεια στο αριστερό της χέρι ένα δίσκο με άνθη,  ενώ τείνει το άλλο χέρι στο οποίο επίσης κρατά ένα μικρό λουλούδι. Ο ζωγράφος προσέχει με επιμέλεια την κάθε λεπτομέρεια: τα ρούχα της γυναίκας, τις λαμπάδες, το υφαντό που κρέμεται από το μαρμάρινο τραπέζι πάνω στο οποίο είναι ακουμπισμένα τα κεριά, το πάτωμα, τη στάμνα που μισοδιακρίνεται κρυμμένη πίσω από την κολόνα, την αχνά φωτισμένη εικόνα στην είσοδο του κυρίως ναού, τα ραγίσματα στους τοίχους, ...Υπάρχουν τόσες λεπτομέρειες που μπορεί να προσέξει ο θεατής...Ο πίνακας αποτελεί πραγματικά μία άσκηση παρατήρησης...
   Ο τίτλος άνθη επιταφίου εξηγεί την παρουσία των λουλουδιών που μόλις διακρίνονται. Η γυναίκα έχει έρθει στην εκκλησία για να προσφέρει τα άνθη της στον Επιτάφιο. Το έργο, χαρακτηριστικό δείγμα του λυρισμού του Λύτρα,  αποπνέει  αίσθηση γλυκύτατης  θλίψης και κατανυκτικής γαλήνης. 

Νικηφόρος Λύτρας, Άνθη Επιταφίου. 1901. Εθνική Πινακοθήκη. Αθήνα. Μία αριστοτεχνική λεπτομέρεια από ένα μεγάλο καλλιτέχνη. Ένα άνθος επιταφίου βρίσκεται στο δάπεδο της εκκλησιάς.

  Oι δύο παρακάτω πίνακες δημιουργήθηκαν από τον ίδιο ζωγράφο. Ο Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909) απεικονίζει επίσης αριστοτεχνικά δύο ατμοσφαιρικές σκηνές υπό το ημίφως των κεριών στο εσωτερικό μιας εκκλησιάς.  Ο ζωγράφος έχει απεικονίσει συχνά σκηνές από την εκκλησιαστική ζωή (βλ. http://annagelopoulou.blogspot.gr/2016/04/blog-post_30.html).

Θεόδωρος Ράλλης, Μεγάλη Παρασκευή. Ιδιωτική Συλλογή. Κοπέλλες στολίζουν με άνθη τον Επιτάφιο. Στο δάπεδο άνθη του επιταφίου. 


Θεόδωρος Ράλλης, Μεγάλη Παρασκευή. 1885. Ιδιωτική Συλλογή.
Μια κοπέλλα κουρασμένη, κοιμάται στο στασίδι της εκκλησίας του χωριού τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής...Άνθη του Επιταφίου στο δάπεδο! Το φως το κεριών φωτίζει αχνά τη γωνιά με το στασίδι και τα εικονίσματα.

http://www.nationalgallery.gr/el/ζωγραφική-μόνιμη-έκθεση/painting/h-αστική-τάξη-και-οι-ζωγράφοι-της/ηθογραφια/ανθη-επιταφιου.html

Το Πάσχα στη ζωγραφική και την ποίηση. Άγγελος Σικελιανός, Στου Όσιου Λουκά το Μοναστήρι

$
0
0
Άγγελος Σικελιανός, Στου Όσιου Λουκά το Μοναστήρι


Σπύρος Παπαλουκάς (1892-1957), Το καμπαναριό της μονής του Όσιου Λουκά.

Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ μοναστήρι, ἀπ᾿ ὅσες
γυναῖκες τοῦ Στειριοῦ συμμαζευτῆκαν

τὸν Ἐπιτάφιο νὰ στολίσουν, κι ὅσες

μοιρολογῆτρες ὥσμε τοῦ Μεγάλου

Σαββάτου τὸ ξημέρωμα ἀγρυπνῆσαν,
ποιὰ νὰ στοχάστη - ἔτσι γλυκὰ θρηνοῦσαν! -
πώς, κάτου ἀπ᾿ τοὺς ἀνθούς, τ᾿ ὁλόαχνο σμάλτο
τοῦ πεθαμένου τοῦ Ἄδωνη ἦταν σάρκα
ποὺ πόνεσε βαθιά;

Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909), Μεγάλη Παρασκευή.


Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909), Προσφορά λαμπάδας στην εκκλησία.

Γιατὶ κι ὁ πόνος
στὰ ρόδα μέσα, κι ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος,
κ᾿ οἱ ἀναπνοὲς τῆς ἄνοιξης ποὺ μπαίναν
ἀπ᾿ τοῦ ναοῦ τὴ θύρα, ἀναφτερώναν
τὸ νοῦ τους στῆς Ἀνάστασης τὸ θάμα,
καὶ τοῦ Χριστοῦ οἱ πληγὲς σὰν ἀνεμῶνες
τοὺς φάνταζαν στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια,
τὶ πολλὰ τὸν σκεπάζανε λουλούδια
ποὺ ἔτσι τρανά, ἔτσι βαθιὰ εὐωδοῦσαν!

Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909), Κοπέλα που ακουμπά στο στασίδι.


Ουμβέρτος Αργυρός, Ανάσταση, 1932.


Ἀλλὰ τὸ βράδυ τὸ ἴδιο τοῦ Σαββάτου,
τὴν ὥρα π᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Πύλη τὸ ἕνα
κερὶ ἐπροσάναψε ὅλα τ᾿ ἄλλα ὡς κάτου,
κι ἀπ᾿ τ᾿ Ἅγιο Βῆμα σάμπως κύμα ἁπλώθη
τὸ φῶς ὦσμε τὴν ξώπορτα, ὅλοι κι ὅλες
ἀνατριχιάξαν π᾿ ἄκουσαν στὴ μέση
ἀπ᾿ τὰ «Χριστὸς Ἀνέστη» μίαν αἰφνίδια
φωνὴ νὰ σκούξει: «Γιώργαινα, ὁ Βαγγέλης!
»


Καὶ νά· ὁ λεβέντης τοῦ χωριοῦ, ὁ Βαγγέλης,

τῶν κοριτσιῶν τὸ λάμπασμα, ὁ Βαγγέλης,

ποὺ τὸν λογιάζαν ὅλοι γιὰ χαμένο

στὸν πόλεμο· καὶ στέκονταν ὁλόρτος

στῆς ἐκκλησιᾶς τὴ θύρα, μὲ ποδάρι
ξύλινο, καὶ δὲ διάβαινε τὴ θύρα
τῆς ἐκκλησιᾶς, τὶ τὸν κοιτάζαν ὅλοι
μὲ τὰ κεριὰ στὸ χέρι, τὸν κοιτάζαν,
τὸ χορευτὴ ποὺ τράνταζε τ᾿ ἁλώνι
τοῦ Στειριοῦ, μιὰ στὴν ὄψη, μιὰ στὸ πόδι,
ποὺ ὡς νὰ τὸ κάρφωσε ἦταν στὸ κατώφλι
τῆς θύρας, καὶ δὲν ἔμπαινε πιὸ μέσα!


Καὶ τότε - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -
ἀπ᾿ τὸ στασίδι πού ῾μουνα στημένος
ξαντίκρισα τὴ μάνα, ἀπ᾿ τὸ κεφάλι
πετώντας τὸ μαντίλι, νὰ χιμήξει
σκυφτὴ καὶ ν᾿ ἀγκαλιάσει τὸ ποδάρι,
τὸ ξύλινο ποδάρι τοῦ στρατιώτη,
- ἔτσι ὅπως τὸ εἶδα ὁ στίχος μου τὸ γράφει,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,
καὶ νὰ σύρει ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της
ἕνα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!»


Κι ἀκόμα, - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,

ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,

ξοπίσωθέ της, ὅσες μαζευτῆκαν

ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέφτης,

νανουριστά, θαμπὰ γιὰ νὰ θρηνήσουν
τὸν πεθαμένον Ἄδωνη, κρυμμένο
μὲς στὰ λουλούδια, τώρα νὰ ξεσπάσουν
μαζὶ τὴν ἀξεθύμαστη τοῦ τρόμου
κραυγὴ πού, ὡς στὸ στασίδι μου κρατιόμουν,
ἕνας πέπλος μοῦ σκέπασε τὰ μάτια!…

To ποίημα του Άγγελου Σικελιανού δημοσιεύτηκε το 1935 στο περιοδικό "Γράμματα"

Σπύρος Παπαλουκάς, Ανάσταση (στην Αίγινα). 1923.

Χριστός Ανέστη! Παλιές ρωσικές πασχαλινές κάρτες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου

$
0
0
Ρωσικές Πασχαλινές κάρτες των αρχών του 20ού αιώνα

 Χριστός Ανέστη με παλιές ρωσικές πασχαλινές κάρτες!  Επιλέγω μία σειρά από κάρτες  που παρουσιάζουν ιστορικό ενδιαφέρον. Τυπώθηκαν στη Μόσχα και την Πετρούπολη και κυκλοφόρησαν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και λίγο πριν τη Ρωσική Επανάσταση και την εγκαθίδρυση του νέου πολιτικού καθεστώτος (1914-1917). Ο εθνικοπατριωτικός και προπαγανδιστικός χαρακτήρας τους είναι προφανής.

Ρωσική πασχαλινή κάρτα εθνικοπατριωτικού χαρακτήρα. Χριστός Ανέστη στο Μέτωπο από τον "Πατερούλη"Τσάρο Νικόλαο Β᾽, τον τελευταίο Ρώσο αυτοκράτορα. Με στρατιωτική στολή χαιρετά πατρικά τον Ρώσο στρατιώτη και του προσφέρει ένα κόκκινο αυγό.

Χριστός Ανέστη στο Νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού. Μία νοσοκόμα δίνει ένα κόκκινο αυγό στον τραυματία του πολέμου. Το καλαθάκι με τα κόκκινα αυγά το κρατά ένα παιδάκι ντυμένο με ναυτικά. Είναι ο διάδοχος, Πρίγκιπας Αλέξιος Ρομανόφ, ο μικρότερος γιος του Τσάρου.

Peter Pershin (1877-1956), Πασχαλινές ευχές για τους αγαπητούς ήρωες. Πετρούπολη. 1915.

Sergej Ploshinsky, Χριστός Ανέστη. Πετρούπολη. 1915-1917. Μία ρομαντική πασχαλινή κάρτα που απεικονίζει μία τρυφερή σκηνή ανάμεσα σ᾽ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Μία Νεαρή Ρωσίδα, ντυμένη με παραδοσιακή ενδυμασία,  αποχαιρετά τον αγαπημένο της που φορά στρατιωτική στολή. Εκείνος κρατά κόκκινο αυγό.  Η σκηνή διαδραματίζεται στην εξοχή...

Alexander Apsit (1880-1914), Χριστός Ανέστη. Μόσχα. 1915 -1916.  Mία νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού συντροφεύει έναν τραυματία πολέμου που κάθεται σε πολυθρόνα κοιτάζει από το παράθυρο. Βλέπει μία εκκλησιά και κόσμο να γιορτάζει την Ανάσταση. Δείχνει θλιμμένος γιατί προφανώς δεν μπορεί να σηκωθεί και να περπατήσει για να πάει στην εκκλησία. Διαβάζουμε στη λεζάντα μία φράση του Άντων Τσέχοφ. "Τα βάσανα μας θα πνιγούν στο έλεος που θα γεμίσει ολόκληρο τον κόσμο. Και η ζωή μας θα γίνει ειρηνική, τρυφερή, γλυκιά σαν χάδι".

Alexander Apsit (1880-1914), Χριστός Ανέστη. Μόσχα. 1915 -1916. Μία πολύ ιδιαίτερη κάρτα. Απεικονίζει τρεις Ερυθροσταυρίσες Νοσοκόμες στο Μετωπο που ονειρεύονται την Ανάσταση σε εκκλησία της πατρίδας. Την ευχή "Χριστός Ανέστη"συνοδεύει μία φράση από το θεατρικό έργο  "Οι τρεις αδελφές"του Άντον Τσέχωφ.
«Θα φύγουμε για πάντα, αλλά τα βάσανα μας θα μετατραπούν σε χαρά για εκείνους που θα ζήσουν μετά από μας, η ευτυχία και η ειρήνη θα βασιλεύσουν στη γη». 

 Alexander Apsit (1880-1944), Χριστός Ανέστη. Μόσχα. 1915-1916. Ένας άγγελος της Ανάστασης προστατεύει τη Ρωσία που απεικονίζεται σ᾽ένα αυγό.

Alexander Apsit (1880-1944), Χριστός Ανέστη. Μόσχα. 1915-1916.

Alexander Apsit (1880-1944). Χριστός Ανέστη. Mόσχα. 1915-1916. 
Στη λεζάντα της κάρτας, διαβάζουμε: "Ας είναι δύσκολο το μονοπάτι, αλλά άνθρωποι υψηλού πνευμάτος μπορεί να φτάσουν στην κορυφή του βουνού, όπου οι ακτίνες του ήλιου φωτίζουν, όπου χαράζει η λαμπρή αυγή, η αυγή μιας νέας ζωής"!


Προπαγανδιστική ρωσική πασχαλινή κάρτα μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917,  που προηγήθηκε της μεγάλης επανάστασης των Μπολσεβίκων του Νοεμβρίου 1917. Χριστός Ανέστη. Ζήτω η Δημοκρατία! (φράση γραμμένη στο κόκκινο πασχαλινό αυγό).

Προπαγανδιστική ρωσική πασχαλινή κάρτα μετά την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917,  που προηγήθηκε της μεγάλης επανάστασης των Μπολσεβίκων του Νοεμβρίου 1917. Χριστός Ανέστη. Ελευθερία στη Ρωσία! (φράση γραμμένη στο κόκκινο πασχαλινό αυγό).


Ρωσική εθνικοπατριωτική προπαγανδιστική πασχαλινή κάρτα. Η Νύχτα του Πάσχα στο Μέτωπο. Χριστός Ανέστη. Πετρούπολη. 1915-1917.


Πασχαλιές. Ένα ποίημα του Γιώργου Σαραντάρη και πίνακες ζωγραφικής του Childe Hassam

$
0
0
Οι πασχαλιές στην ποίηση και τη ζωγραφική

 Έχουν ανθίσει οι πασχαλιές εδώ και μέρες. Οι αυλές, οι κήποι, τα μπαλκόνια, τα μονοπάτια μυρίζουν το μεθυστικό άρωμα της πασχαλιάς. Ένα αγαπημένο λουλούδι της Άνοιξης που συνδέεται με τον μήνα Απρίλιο και τη γιορτή του Πάσχα. Για αυτό, ένα ποίημα του Γιώργου Σαραντάρη για τις πασχαλιές, αν και ο τίτλος είναι "Τ᾽Αηδόνι" και πίνακες ζωγραφικής του Αμερικανού ζωγράφου Childe Hassam.

Child Hassam, H κυρία Hassam μαζεύει πασχαλιές στον κήπο. 1896.

Γιώργος Σαραντάρης, Τ᾽Αηδόνι
(1938)

Το μονοπάτι μυρίζει πασχαλιές
Κι είναι το πρόσωπο του ήλιου
Μια ελπίδα
Που κατεβαίνει
Η δική μας χαρά δεν έχει πίκρα
Δίχως τον ήλιο είναι ακόμα ζέστη
Όπως τ'αηδόνι που έρχεται μαζί μας.

 Childe Hassam (1859-1935), Η κυρία Hassam στον κήπο. Ρεμβάζει με φόντο τα άνθη των πασχαλιών.


Childe Hassam, Κάτω από τις πασχαλιές.  1887-1888. Μια φωτεινή Ανοιξιάτικη ημέρα.







Πασχαλιές. Ρώσοι ζωγράφοι και Σερενάτα του Νίκου Γκάτσου

$
0
0
Πασχαλιές. Στίχοι του Νίκου Γκάτσου και πίνακες Ρώσων ζωγράφων για πασχαλιές.

...Ακόμα μία ανάρτηση για το αγαπημένο λουλούδι του Απριλίου, την Πασχαλιά. Ένα τρυφερό τραγούδι με στίχους του Νίκου Γκάτσου, που μελοποιήθηκε από τον Μάνο Χατζιδάκι, που αναφέρεται στις πασχαλιές μου θύμισε πίνακες ζωγραφικής Ρώσων ζωγράφων. 

Νίκος Γκάτσος, Σερενάτα

Πασχαλιές πριν ξεκινήσεις κόψε
Να γίνει ο δρόμος ουρανός
Σ’ αγαπώ και θα στο πω απόψε
Όταν σημάνει εσπερινός
Valentin Serov (1865-1911), Παράθυρο με πασχαλιά. 1886.

Alexander Semenovich Egornov (1858-1902), Πασχαλιές. 

Σιγοσβήνει το δειλινό
Και σε περιμένω
Τ’ αστεράκι το βραδινό
Βλέπω στο βουνό

Παλικαράκι παλικαράκι
Αχ δεν μπορώ
Στο μπαλκονάκι στο μπαλκονάκι
Να καρτερώ

Αν θες μην αργείς
Αν θες μην αργείς

Kyriak Kostandi (1852-1921), Aνθισμένες πασχαλιές. 1911.

Παλικαράκι παλικαράκι
Αχ δε βαστώ
Το φεγγαράκι το φεγγαράκι
Να’ναι σβηστό

Πασχαλιές πριν ξεκινήσεις κόψε
Να γίνει ο δρόμος ουρανός

Kyriak Kostandi (1852-1921), Πασχαλιές. 1902.

Boris Kustodiev (1878-1925), Πασχαλιές. 1906.

Isaac Levitan (1860-1900), Λευκή Πασχαλιά. 1895. Περιφερειακό Μουσείο Καλών Τεχνών του Ομσκ.



Ο έρωτας στην ποἰηση και τη ζωγραφική. Ένα ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη για τον έρωτα και πίνακες ζωγραφικής με ερωτευμένα ζευγάρια

$
0
0
Τάσος Λειβαδίτης, Σε περιμένω παντού

 Ένα αγαπημένο ποίημα ενός αγαπημένου ποιητή, του ιδεολόγου και βαθύτατα ανθρωπιστή Τάσου Λειβαδίτη. Ο ερωτευμένος άνδρας μιλά στην αγαπημένη του για τον πιθανό αποχωρισμό τους και τη διαβεβαιώνει ότι θα την περιμένει παντού... Γνωρίζει και έχει ήδη αποφασίσει ότι θα την αποχωριστεί...έχει επιλέξει να αγωνισθεί για τις ιδέες του.
   Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα ποίημα αποχαιρετισμού, αλλά και ταυτόχρονα ένα ποίημα-κάλεσμα να τον συνοδέψει στον αγώνα του για ένα "καινούργιο κόσμο",  για ένα καλύτερο κόσμο.
   Συνοδεύω το ποίημα με αγαπημένους πίνακες ζωγραφικής που παρουσιάζουν ερωτευμένα ζευγάρια σε τρυφερές σκηνές.

Charles Webster Hawthorne (1872-1930), Οι ερωτευμένοι. Γύρω στα 1900. Ιδιωτική Συλλογή.


Κι ἂν ἔρθει κάποτε ἡ στιγμὴ νὰ χωριστοῦμε, ἀγάπη μου,
μὴ χάσεις τὸ θάρρος σου.
Ἡ πιὸ μεγάλη ἀρετὴ τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι νὰ ᾿χει καρδιά.
Μὰ ἡ πιὸ μεγάλη ἀκόμα, εἶναι ὅταν χρειάζεται
νὰ παραμερίσει τὴν καρδιά του.

Henry Scott Tuke (1858-1929), Η υπόσχεση. 1888. Walker Art Gallery.



Τὴν ἀγάπη μας αὔριο, θὰ τὴ διαβάζουν τὰ παιδιὰ στὰ σχολικὰ βιβλία, πλάι στὰ ὀνόματα τῶν ἄστρων καὶ τὰ καθήκοντα τῶν συντρόφων.
Ἂν μοῦ χάριζαν ὅλη τὴν αἰωνιότητα χωρὶς ἐσένα,
θὰ προτιμοῦσα μιὰ μικρὴ στιγμὴ πλάι σου.

Pál Szinyei Merse, Ερωτευμένοι. 1870. Eθνική Πινακοθήκη Ουγγαρίας.



Θὰ θυμᾶμαι πάντα τὰ μάτια σου, φλογερὰ καὶ μεγάλα,
σὰ δύο νύχτες ἔρωτα, μὲς στὸν ἐμφύλιο πόλεμο.

Ἄ! ναί, ξέχασα νὰ σοῦ πῶ, πὼς τὰ στάχυα εἶναι χρυσὰ κι ἀπέραντα, γιατὶ σ᾿ ἀγαπῶ.

Κλεῖσε τὸ σπίτι. Δῶσε σὲ μιὰ γειτόνισσα τὸ κλειδὶ καὶ προχώρα. Ἐκεῖ ποὺ οἱ φαμίλιες μοιράζονται ἕνα ψωμὶ στὰ ὀκτώ, ἐκεῖ ποὺ κατρακυλάει ὁ μεγάλος ἴσκιος τῶν ντουφεκισμένων. Σ᾿ ὅποιο μέρος τῆς γῆς, σ᾿ ὅποια ὥρα, 
ἐκεῖ ποὺ πολεμᾶνε καὶ πεθαίνουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ ἕνα καινούργιο κόσμο... ἐκεῖ θὰ σὲ περιμένω, ἀγάπη μου!

William Henry Gore (1864-1931),  Eπιστρατευμένος. Γύρω στα 1885. Guildhall Art Gallery. 



Λουλούδια. Πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη και ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου

$
0
0
Λουλούδια: Γιάννης Τσαρούχης και Γιάννης Ρίτσος

   Aς αποχαιρετήσουμε τον Απρίλιο με λουλούδια του Γιάννη Τσαρούχη (1910-1989), ενός πραγματικά χαρισματικού καλλιτέχνη, σημαντικού εκπροσώπου της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Ας αποχαιρετήσουμε τον Απρίλιο με στίχους του Γιάννη Ρίτσου, ενός σημαντικού  ποιητή, εκπροσώπου της σύγχρονης ελληνικής ποίησης.  

Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), Καλημέρα. Πανσέδες και πεταλούδες στολίζουν την παραδοσιακή "Kαλημέρα".

   Πολλοί πίνακες του Γιάννη Τσαρούχη απεικονίζουν λουλούδια, αν και δεν είναι ευρέως γνωστοί. Επιλέγω κάποιους...

Γιάννης Τσαρούχης, Νεκρή Φύση με κίτρινα τριαντάφυλλα και φρούτο.

Γιάννης Τσαρούχης, Νεκρή Φύση με μπλε ίριδες και λεμόνια. 1962.

Γιάννης Τσαρούχης, Πορτρέτο της Δεσποινίδας Ν. A. και δύο τριαντάφυλλα.

Γιάννης Τσαρούχης, Βάζο με κάλες και πρασινάδα.

Γιάννης Τσαρούχης, Η αναχώρηση με οβάλ καθρέπτη. 1965-1973. Ένα βάζο με λουλούδια υπάρχει στο τραπέζι.


Κάθε λουλούδι έχει τη θέση του στον ήλιο,
κάθε άνθρωπος έχει ένα όνειρο. Κάθε άνθρωπος
έχει έναν ουρανό πάνου από την πληγή του,
κι ένα μικρό παράνομο σημείωμα της άνοιξης μέσα στην τσέπη του. 
Δοκιμασία, VII, 3-7. 1943. Επιτομή. Κέδρος, 1977. 129.

Γιάννης Τσαρούχης, Άνοιξη-Θέρος. Λεπτομέρεια από τις Τέσσερις Εποχές. 1968.  Η Άνοιξη κρατά ένα λουλούδι, πάνω της ένα στεφάνι λουλουδιών. Ένα στεφάνι λουλουδιών στο κεφάλι του Θέρους.


Γιάννης Τσαρούχης, Δύο φίλοι. 1938. Στο τραπεζάκι ένα βάζο με λουλούδια.

Γιάννης Τσαρούχης, Βάζο με λουλούδια. 5-4-1961.

Γιάννης Τσαρούχης, Βάζο με πανσέδες. 1961.

Γιάννης Τσαρούχης, Βάζο με λουλούδια. 1962.

Γιάννης Τσαρούχης, Εσωτερικό. 1962. Διακρίνουμε μία γλάστρα με λουλούδια.

Γιάννης Τσαρούχης, Τριαντάφυλλο.

Γιάννης Τσαρούχης, Πανσέδες, 2-2-1970.

Γιάννης Τσαρούχης, Λουλούδια.

Γιάννης Τσαρούχης, Άντρας με τριαντάφυλλο. 15-2-84.

Γιάννης Τσαρούχης, Ναύτης. 1987. Λουλούδια περιβάλλουν τον ναύτη.

Η Πρωτομαγιά των ανθισμένων στεφανιών στην ποίηση και τους Προραφαηλίτες ζωγράφους

$
0
0
Ανθισμένη Πρωτομαγιά. Ένα ποίημα του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου και η "Βασίλισσα του Mάη"του John Collier και του Herbert Gustave Schmalz

    Πρωτομαγιά των λουλουδιών σήμερα. Μία γιορτή που έχει καταγωγή από τις τελετουργίες των αρχαίων πολιτισμών για την Άνοιξη, τα λεγόμενα Ανθεστήρια. Ο κόσμος ξεχύνεται στην ανθισμένη φύση και γιορτάζει την Άνοιξη. Χοροί και τραγούδια γύρω από ανθοστολισμένα Γαϊτανάκια,  παρελάσεις κοριτσιών που φορούν στεφάνια λουλουδιών στα μαλλιά και κρατούν ανθισμένα κλαδιά. Το Μαγιάτικο στεφάνι είναι το σύμβολο της Πρωτομαγιάτικης Γιορτής.
          Ας γιορτάσουμε, λοιπόν, την Πρωτομαγιά με ένα ποίημα του συμβολιστή ποιητή Κωνσταντίνου Χατζόπουλου και δύο πίνακες Βρετανών ζωγράφων που βρέθηκαν υπό την επίδραση των Προραφαηλιτών ζωγράφων. 

John Collier (1850-1934), H Βασίλισσα Γκουινέβερ κάνει Πρωτομαγιά. Φορά στεφάνι του Μάη. 1900. Cartwright Hall Πινακοθήκη Τέχνης. Bradford. Αγγλία. Η εικόνα είναι εμπνευσμένο από το ποίημα  του Τέννυσον "Guinevere"που ανήκει στη συλλογή "Τα ειδύλλια του Βασιλιά" (1859). Η Βασίλισσα Guinevere αποτελεί κεντρικό πρόσωπο του μυθικού κύκλου του Αρθούρου και του Λάνσελοτ. Η παράδοση αυτού του επικού κύκλου διατηρείται ζωντανή κατά τον 19ο αιώνα και εμπνέει πολλούς καλλιτέχνες, ποιητές και ζωγράφους και ιδιαίτερα τους Βρετανούς ρομαντικούς ποιητές και Προραφαηλίτες ζωγράφους.

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Πρωτομαγιά

Έλα στο κεφάλι το ξανθό
Να σου βάλω τ'όμορφο στεφάνι
Που για σε όλη νύχτα το'χω κάνει,
Να στολίσω μ'άνθια τον ανθό.


Ιδέ το! τι ωραία που θα πάει
Του ξανθόχλωμού σου κεφαλιού!
Από τα υστερνά είναι του Απριλιού
Κι απ'τα πρώτα λούλουδα του Μάη.


Κι έτσι με τα ρόδα στα μαλλιά
Κι έτσι στα ολόλευκα ντυμένη,
Να θαρρώ πως σφίγγω αναστημένη
Την Πρωτομαγιά στην αγκαλιά!

Herbert Gustave Schmalz, o μετοναμαζόμενος σε John Carmichael (1856-1935), H Βασίλισσα του Μάη. 1884. Στεφάνι λουλουδιών στα μαλλιά και ανθισμένο κλαδί στο χέρι.


https://www.artuk.org/discover/artworks/queen-of-the-may-90281

https://commons.wikimedia.org/wiki/File:John_Collier_Queen_Guinevre%27s_Maying.jpg
https://en.wikipedia.org/wiki/Herbert_Gustave_Schmalz
https://en.wikipedia.org/wiki/John_Collier_(painter)

Μάνα, Μητέρα, Μαμά. Πίνακες ζωγραφικής με προσωπογραφίες της μητέρας των ζωγράφων

$
0
0
Η μητέρα του καλλιτέχνη

   Η μάνα, η μητέρα, η μαμά  αναμφισβήτητα έχει σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Πολλοί  είναι οι καλλιτέχνες που έχουν ζωγραφίσει προσωπογραφίες της μητέρας τους. Επιλέγω  να παρουσιάσω κάποια από αυτά τα πολύ προσωπικά πορτρέτα.
     Ντυμένη στα μαύρα (προφανώς πενθεί), σοβαρή, αυστηρή, σχεδόν βλοσυρή, η μητέρα του μεγάλου Γάλλου ζωγράφου Édouard Manet.

Édouard Manet, Μαντάμ Eugénie-Désirée Fournier Manet. H μητέρα του ζωγράφου. 1863. Isabella Stewart Gardner Μουσείο. Ρεαλιστικό, και σχεδόν μετωπικό πορτραίτο.

Berthe Morisot, Η μητέρα και η αδελφή της ζωγράφου. 1869-1870. Μία οικογενειακή σκηνή σε ατμόσφαιρα ονείρου από τη Γαλλίδα ζωγράφο. Η μητέρα διαβάζει...

Ένας από τους πιο γνωστούς και δημοφιλείς πίνακες του Αμερικανού ζωγράφου J. McNeill Whistler. Αγαπήθηκε πολύ! Με τόνους του γκρι και μαύρου, ο ζωγράφος απεικονίζει τη μητέρα του σε πλάγια στάση. Υπέροχες οι λεπτομέρειες του δωματίου και της ενδυμασίας της μητέρας.

J. McNeill Whistler, Συμφωνία σε γκρι και μαύρο. Νο. 1. Προσωπογραφία της μητέρας του καλλιτέχνη. 1871. Μουσείο του Ορσέ. Παρίσι. 



Η μητέρα του J. Mc Neill Whistler. Φωτογραφία γύρω στα 1850.

   Με εμφανείς τις επιρροές από τον Whistler, ο μεγάλος Δανός ζωγράφος Vilhelm Hammershø απεικονίζει τη μητέρα του να κάθεται σε πλάγια στάση απέναντι στον λευκό τοίχο.

Vilhelm Hammershøi,  H μητέρα του ζωγράφου Frederikke Amalie Hammershøi, γεννημένη Rentzmann. 1886. Ιδιωτική Συλλογή. 



Mary Cassatt, Η μητέρα της ζωγράφου διαβάζει την εφημερίδα "Figaro". 1878.



   Μετωπικό το πορτρέτο της γλυκύτατης μητέρας του Van Gogh σε φωτινό πράσινο φόντο. Η μητέρα του Van Gogh είχε κλίση στη ζωγραφική και της άρεσε να ζωγραφίζει ερασιτεχνικά, κυρίως λουλούδια και τοπία της φύσης. . Ο μικρός Vincent ήλθε σε επαφή με τη ζωγραφική μέσω της μητέρας του.

 Vincent Van Gogh, Προσωπογραφία της μητέρας του καλλιτέχνη. 1888. The Norton Simon Μουσείο Τέχνης, Pasadena, California.
Pablo Picasso, H μητέρα του ζωγράφου. 1896. Βαρκελώνη. Πινακοθήκη Πικάσο. Βαρκελώνη.

Ο πόνος της μητέρας στην ελληνική ποίηση. Ο Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου και ο ματωμένος Μάης του 1936

$
0
0
Μέρα Μαγιού του 1936. Όταν η τέχνη συναντά την ιστορία
Από μία  φωτογραφία σ΄ ένα ποίημα
Από ένα ποίημα σε μία μουσική σύνθεση

     Είναι ότι ο μήνας Μάιος συνδέεται με τους αγώνες των εργαζομένων και κυρίως του εργατικού κινήματος για την εξασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων. Η πρώτη μέρα του μήνα, η Πρωτομαγιά, είναι για τον λεγόμενο Δυτικό Κόσμο η μέρα εορτασμού των εργατικών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με σκληρούς αγώνες. Αφού, λοιπόν, βρισκόμαστε στις τελευταίες μέρες του Μάη, σκέφτομαι να τον αποχαιρετήσουμε με μία ανάρτηση που τα τελευταία χρόνια, κάθε Μάιο σχεδιάζω, αλλά δεν προλαβαίνω να κάνω.
     Θα μιλήσω για τα γεγονότα της πανεργατικής απεργίας που διαδραματίστηκαν τον Μάιο του 1936 στη Θεσσαλονίκη, στα οποία αναφέρονται πολλές σελίδες του έντυπου και ηλεκτρονικού λόγου. ... Θα εστιάσω κυρίως σε μία σκηνή που διαδραματίστηκε κατά τη διάρκεια των ένθερμων διαδηλώσεων-διαμαρτυριών στο ιστορικό κέντρο της πόλης στις 9 του Μάη του 1936. Η εικόνα διασώθηκε στη συλλογική ιστορική μνήμη, γιατί αποτυπώθηκε σε φωτογραφικό στιγμιότυπο και δημοσιεύτηκε στον τύπο της εποχής, προκαλώντας δυνατή συγκίνηση και μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό.  Μία μητέρα έχει γονατίσει στο δρόμο δίπλα στο σώμα του σκοτωμένου παιδιού της και θρηνεί σπαρακτικά  για τον άδικο χαμό του. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μία εικόνα που προϋπήρχε βαθειά εντυπωμένη στη συλλογική συνείδηση για αιώνες, μία είκονα που ανακαλεί στη μνήμη σκηνές από την αρχαία ελληνική ποιητική παράδοση (ομηρικά έπη, τραγωδίες) αλλά και τον Επιτάφιο θρήνο της Παναγίας.
     Η δημοσίευση της φωτογραφίας εμπνέει τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο να δημιουργήσει μία ποιητική σύνθεση που έγινε γνωστή με τον τίτλο "Επιτάφιος".  Χάρη στην Τέχνη και συγκεκριμένα μέσω του ποιητικού λόγου, μία πληροφορία, η οποία είχε γίνει είδηση για το ευρύ κοινό, ξεπερνά το εφήμερο και διασώζεται στο διηνεκές. Χάρη στην Τέχνη, μία πληροφορία από τη μικροϊστορία ξεπερνά το τοπικό και προσωπικό πλαίσιο και αποκτά καθολικό χαρακτήρα. Μία φωτογραφία, που απεικονίζει πρόσωπα σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, μεταφέρει την εικόνα μίας στιγμής από την πραγματικότητα και πυροδοτεί τη συγκίνηση του ποιητή με αποτέλεσμα την ποιητική έκφραση. Ο ποιητής προσλαμβάνει την πραγματικότητα της φωτογραφίας και την αναπλαισιώνει στη δική του πραγματικότητα,   αφαιρώντας και συνθέτοντας. Ο ποιητικός λόγος αφαιρεί στοιχεία από την ταυτότητα του ιστορικού γεγονότος και μεταφέρει όχι την ίδια τη φωτογραφία, αλλά την προσλαμβάνουσα "εικόνα"της μάνας. Ο θρήνος, ο σπαραγμός της μάνας για τον άδικο χαμό του γιου της μία μέρα της Άνοιξης, μια μέρα του Μαγιού προσλαμβάνεται και εκφράζεται ως επιτάφιος θρήνος και λαϊκό μοιρολόι....

Το φύλλο της εφημερίδας "Ριζοσπάστης"με ημερομηνία 10 Μαϊου του 1936. Αναφέρεται στα αιματηρά γεγονότα της προηγούμενης ημέρας στη Θεσσαλονίκη και δημοσιεύει φωτογραφίες με στιγμιότυπα από δρόμους του ιστορικού κέντρου της πόλης όπου διαδραματίστηκαν τα επεισόδια της διαδήλωσης.  Οι δυνάμεις της χωροφυλακής χτυπούν τους άοπλους διαδηλωτές της εργατικής απεργίας με αποτέλεσμα νεκρούς στους δρόμους...

   Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος σε συνέντευξή του το 1983 θυμάται:  «...Είδα μια φωτογραφία. Είχε δημοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη» στις 10 Μάη του 1936. Διάβασα τις περιγραφές, διάβασα για την πρώτη μεγάλη οργανωμένη εξέγερση την εργατική, που από καπνεργατική απεργία έγινε πανεργατική απεργία. Και με συνεπήρε τόσο πολύ που την ίδια ημέρα άρχισα να γράφω τον «Επιτάφιο». Με όλο τον προηγούμενο εξοπλισμό, ήμουν προετοιμασμένος από τα παιδικά μου χρόνια, έτοιμος ο δεκαπεντασύλλαβος, το κρητικό θέατρο, η Ερωφίλη, ο Ερωτόκριτος, ο Σολωμός, οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» πάλι σε δεκαπεντασύλλαβο. Όλα αυτά τα πράγματα είχαν προετοιμαστεί, ήταν έτοιμα και δεν κατάλαβα πως βγήκαν. Μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα, σχεδόν χωρίς να φάω και να κοιμηθώ, και πολλές φορές κλαίγοντας σαν μοιρολογίστρα Μανιάτισσα έγραψα τον «Επιτάφιο», τα πρώτα 14 ποιήματα».

Λεπτομέρεια της φωτογραφίας  που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης του Ρίτσου για τη σύνθεση του ποιητικού έργου "Επιτάφιου".  Στις 9 Μαΐου του 1936 η μάνα του νεκρού διαδηλωτή Τάσου Τούση έχει γονατίσει στο δρόμο και θρηνεί τον γιο της. Ο Τούσης ήταν αυτοκινητιστής που συμμετείχε στην πανεργατική απεργία και τη διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη.   Οι σύντροφοί του έχουν τοποθετήσει το σώμα του πάνω στο φύλλο μίας πόρτας που είχαν ξυλώσει από κάπου, για να τον μεταφέρουν. Ο ποιητής συγκλονίζεται από την εικόνα του θρήνου της μάνας και συνθέτει μία ποιητική σύνθεση με χαρακτηριστικά Επιτάφιου Θρήνου και λαϊκού μοιρολογιού.

Οι διαδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη συνεχίστηκαν και την επόμενη ημέρα κατά τη διάρκεια της κηδείας των νεκρών διαδηλωτών. Φωτογραφία της 10ης Μαΐου του 1936.  Από τον Απρίλιο είχαν ξεκινήσει οι κινητοποιήσεις και οι απεργίες των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη που στη συνέχεια επεκτάθηκαν σε άλλες πόλεις. Διεκδικούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας, όπως οκτάωρο εργασίας. Το Μάιο 

Φύλλο της εφημερίδας "Μακεδονία"με ημερομηνία 12 Μαΐου 1936. Ένα φωτογραφικό ρεπορτάζ στους δρόμους της Θεσσαλονίκης με στιγμιότυπα από τα "αιματηρά γεγονότα του αγωνιώδους τριημέρου"στη Θεσσαλονίκη. Τελικά οι καπνέμποροι δέχθησαν τα αιτήματα των καπνεργατών. 

  Η αρχική μορφή της ποιητικής σύνθεσης του Γιάννη Ρίτσου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ριζοσπάστης"της 12ης Μαΐου 1936 με τον τίτλο «Μοιρολόι» και αφιέρωση Στους ηρωϊκούς εργάτες της Θεσσαλονίκης 

Το φύλλο της εφημερίδας "Ριζοσπάστη"με ημερομηνία 12 Μαΐου 1936, στο οποίο δημοσιεύεται το "Μοιρολόι"του Γιάννη Ρίτσου.  Αποτελείται από τρία ποιητικά άσματα με 44 στίχους.

   Ακολουθεί η πρώτη έκδοση  του ποιητικού έργου με τον τίτλο «Επιτάφιος"από τον εκδοτικό οίκο του "Ριζοσπάστη"τον Ιούνιο του 1936. Η έκταση του έργου είναι πολύ μεγαλύτερη. Αποτελείται από 14 άσματα και 224 στίχους.  Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1956, από τις εκδόσεις "Κέδρος" κυκλοφόρησε η οριστική έκδοση του έργου με έξι επιπλέον άσματα. Η οριστική αυτή έκδοση περιλαμβάνει 20 άσματα, τα οποία αποτελούνται από 8 δίστιχα το καθένα, εκτός από το 19ο και το 20ο άσμα, που αποτελούνται από 9 δίστιχα. Ο στίχος είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος ομοικατάληκτος και είναι εμφανείς οι επιρροές από την Κρητική Λογοτεχνία, τον Διονύσιο Σολωμό, τα δημοτικά μοιρολόγια. Ο τίτλος "Επιτάφιος" αναμφισβήτητα αποτελεί αναφορά στον Χριστιανικό Επιτάφιο και στον θρήνο της Μάνας-Παναγίας.

 
Μία ακόμα φωτογραφία από το μοιρολόι της μάνας στις 9 Μαΐου του 1936. Θα μπορούσε να είναι η Θέτιδα, η Ιοκάστη, η ίδια η Παναγία, μία οποιαδήποτε μάνα σε οποιαδήποτε χρονολογία σε κάθε τόπο που θρηνεί για τον άδικο χαμό του αγωνιστή γιού της...


   Με τα παρακάτω  λόγια προλογίζει ο Γιάννης Ρίτσος την πρώτη έκδοση του ποιητικού του έργου "Επιτάφιος"από τις εκδόσεις του Ριζοσπάστη τον Ιούνιο του 1936.


"Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της."...



Η πρώτη έκδοση του "Επιτάφιου"από το εκδοτικό οίκο του "Ριζοσπάστη"τον Ιούνιο του 1936. Χαρακτικό του Λυδάκη.

Ξυλογραφία του Τάσσου από την 30η έκδοση του "Επιτάφιου", Κέδρος 1979.


   Επιλέγω τα πρώτα αποσπάσματα από την τελική έκδοση του Επιταφίου. Κάποιοι από τους στίχους είναι γνωστοί στο ευρύ κοινό, γιατί έχουν μελοποιηθεί και τραγουδηθεί.

I
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τί πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

II
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,

Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;

Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ’ αυγερινό τραγούδι.

Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ είτανε για μένα.

Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.

Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θα ’μπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;

Γιε μου, αν δε σου ’ναι βολετό να ’ρθεις ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.

Κι αν είν’ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.

III
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,

Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
—καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,

Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,

Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,

Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθέ τους κόπαζε κ’ η πίκρα μου κι ο αγώνας,

Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ’ τα μπαλκόνια,

Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,
σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,

Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ’ ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;


Ξυλογραφία του Τάσσου από την 30η έκδοση του "Επιτάφιου", Κέδρος 1979.

 IV 
Γιέ μου, ποιά Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιά μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;

Πουρνό-πουρνό μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακρυά ὁ καμπανοκρούστης.

Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνά-πυκνά ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.

Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζί κι ἀηδόνι.

Καὶ γὼ ἡ φτωχειά κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλή κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνή ἡ ματιά μου ἐφίλα

Μιά-μιά τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θώρι
κι ἀγάλλομουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.

Κι οὐδέ κακόβαλα στιγμή κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρός τὰ βόλια νὰ κρατήσω.

Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτές μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὤ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.

 V 
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.

Ἡ μπλέ σου ἡ μπλούζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.

Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερό τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργός θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.

Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρό περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.

Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιές ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν

Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.

Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.

Ξυλογραφία του Τάσσου από την 30η έκδοση του "Επιτάφιου", Κέδρος 1979.


VI 
Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω

Στὸ λιακωτό καὶ κοίταζες καὶ δίχως νὰ χορταίνεις
ἄρμεγες μὲ τὰ μάτια σου τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης

Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο ἁπλωτό μοῦ τἄδειχνες ἕνα-ἕνα
τὰ ὅσα γλυκά, τὰ ὅσα καλά κι ἀχνά καὶ ροδισμένα

Καὶ μοὔδειχνες τὴ θάλασσα νὰ φέγγει πέρα, λάδι,
καὶ τὰ δεντρά καὶ τὰ βουνά στὸ γαλανό μαγνάδι

Καὶ τὰ μικρά καὶ τὰ φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αὐτές τὶς διαμαντόπετρες που ἵδρωνε δίπλα ἡ στάμνα.

Μά, γιόκα μου, κι ἂν μοὔδειχνες τ'ἀστέρια καὶ τὰ πλάτια,
τἄβλεπα ἐγὼ πιό λαμπερά στὰ θαλασσιά σου μάτια.

Καὶ μοῦ ἱστοροῦσες μὲ φωνὴ γλυκειά, ζεστή κι ἀντρίκια
τόσα ὅσα μήτε τοῦ γιαλοῦ δέ φτάνουν τὰ χαλίκια

Καὶ μοὔλεες, γιέ, πὼς ὅλ'αὐτά τὰ ὡραῖα θἆναι δικά μας,
καὶ τώρα ἐσβήστης κ'ἔσβησε τὸ φέγγος κ’ ἡ φωτιά μας.


VII 
Εἴσουν καλός κ'εἴσουν γλυκός, κι εἶχες τίς χάρες ὅλες,
ὅλα τὰ χάδια τοῦ αγεριοῦ, τοῦ κήπου ὅλες τίς βιόλες.

Τό πόδι ἐλαφροπάτητο σάν τρυφερούλι ἐλάφι,
πάταγε τὸ κατώφλι μας κι ἔλαμπε σὰ χρυσάφι.

Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι;
Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει

Ὤχ, δὲν ἀκούστηκε ποτές καὶ δέ μπορεῖ νὰ γίνει
νὰ καίγουνται τὰ χείλια μου καὶ νἆμαι μπρός στὴν κρήνη,

Νἆμαι κοντά σου, ἀγόρι μου, καὶ νὰ σὲ κράζω ὠιμένα,
καὶ σύ μήτε νὰ νοιάζεσαι γιὰ τὴ φτωχούλα ἐμένα.

Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.

Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.

Δόστε μου ἀϊτοί, νύχια, φτερά γιὰ νάν τους κυνηγήσω
καὶ τὴν καρδιά τους, μύγδαλο νάν τηνε ροκανίσω.

VIII 
Ποῦ πέταξε τ'ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ'ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.

Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στ'ἄσπρο μικρούλι σπίτι,
νὰ σ'ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ'ἔχω σάν σπουργίτι,

Νὰ ταΐζω σε στὴ φοῦχτα ου σπυρί-σπυρἰ τὴ ζωή μου
καὶ μὲς στὸν ἴσκιο σου νὰ ζῶ, καμαρωτό δεντρί μου.

Καμμιᾶς κοπέλας θησαυρό δέ στάθηκες νὰ πάρεις –
ἔφευγες πάντα ἐμπρός λαμπρός καὶ πάντα καβαλλάρης.

Κ'εἴταν χαρά σου νὰ σκορπᾷς, καὶ δόξα σου νὰ παίρνουν –
ν'ἀνασηκώνεις ἀπ'τὴ γῆς τὰ ὅσα βογγοῦν καὶ γέρνουν.

Κι ὅλα τὰ πλούτια σου, γλυκέ, στὸν κόσμο ἐχάριζές τα –
κι ὅλα τὰ χάρισες, κ'ἐμέ μ'ἀφῆκες δίχως ζέστα.

Γιέ μου, δέν ξέρω ἂν πρέπει μου νὰ σκύβω, νὰ σπαράζω,
γιά πρέπει μου ὄρθια νὰ σταθῶ, νὰ σέ χιλιοδοξάζω.

Πότε τὶς χάρες σου, μιά-μιά, τὶς παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό-λυγμό, τὶς δένω μοιρολόι.

IX 
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα!

Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.

Κι ἄν εἰσουν δίκαιος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.

Γιέ μου, καλά μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορά που ὡρμήνευε, κάθε φορά που ἐμίλει:

Ἐ μ ε ῖ ς ταγίζουμε τὴ ζωή στὸ χέρι περιστέρι,
κ᾿ ἐ μ ε ῖ ς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δέν ἔχουμε στὸ χέρι –

Ἐ μ ε ῖ ς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοί κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.

Ἄχ, γιέ μου, πιά δέ μοὔμεινε καμμιά χαρά καὶ πίστη –
καὶ τὸ χλωμό καὶ τὸ στερνό καντήλι μας ἐσβήστη.

Καί, τώρα, ἐπά’ σὲ ποιά φωτιά τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος, Κέδρος 1979. Η 30ή έκδοση του Επιτάφιου από τις εκδόσεις "Κέδρος"με ξυλογραφίες του γνωστού χαράκτη Α. Τάσσου. Ήταν τιμητική έκδοση για τα εβδομήντα χρόνια από τη γέννηση του Ρίτσου (γεννήθηκε το 1909 στη Μονεμβασιά).

   Το 1958 ο Γιάννης Ρίτσος έστειλε ένα αντίτυπο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου (έκδοση "Κέδρος", 1956) στον Μίκη Θεοδωράκη που τότε βρισκόταν για μουσικές σπουδές στο Παρίσι. Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε οκτώ αποσπάσματα της ποιητικής σύνθεσης και στα τέλη του 1959 τα στέλνει στην Αθήνα για να εκδοθούν ως δίσκος από την Columbia με ενορχήστρωση του Μάνου Χατζιδάκι. Ωστόσο, ο πρώτος δίσκος με τον μελοποιημένο Επιτάφιο σε ενορχήστρωση Μάνου Χατζιδάκι και ερμηνεία Νάνα Μούσχουρη φαίνεται ότι δεν ικανοποίησε τον Θεοδωράκη και τον Ρίτσο.

Ο Μίκης Θεοδωράκης στο πιάνο και ο Μανόλης Χιώτης στο μπουζούκι με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.

   Τελικά, ο Μίκης Θεοδωράκης επέστρεψε στην Αθήνα από το Παρίσι και ηχογράφησε το έργο με δική του ενορχήστρωση και ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση, ενώ χρησιμοποίησε στο μπουζούκι τον Μανόλη Χιώτη. Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1960 και είχε μεγάλη απήχηση.

"Επιτάφιος"σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, μουσική και ενορχήστρωση Μίκη Θεοδωράκη. Ερμηνεία Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Καίτη Θύμη. Μπουζούκι Μανώλης Χιώτης. 1960. Πρόκειται για εμβληματικό μουσικό έργο της ελληνικής έντεχνης μουσικής. Από τα πρώτα έργα με μελοποιημένη ποίηση. Χάρη στη μελοποίηση το ευρύ κοινό ήλθε κοντά με την ποίηση.


Η πρώτη έκδοση του έργου. 1960. Το εξώφυλλο του δίσκου με ενορχήστρωση Μάνου Χατζιδάκι. Ο ίδιος έπαιζε στο πιάνο. Τραγούδι η Νάνα Μούσχουρη. Εικονογράφηση του Γιάννη Μόραλη. Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Ρίτσος δεν ενέκριναν αυτή την εκτέλεση του έργου. 


Το 1963 ακολούθησε η τρίτη μουσική έκδοση του έργου. Σε ερμηνεία της Μαίρης Λίντα. Στο μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης και μικρή ορχήστρα εγχόρδων.

Κράτα τοΚράτα το

Στην παραλία. Ένα ποίημα του Samuel Beckett και πίνακες ζωγραφικής του John Lavery

$
0
0
Στην παραλία. Beckett και Lavery

   Δύο Ιρλανδοί καλλιτέχνες συναντώνται στην ανάρτησή μου.  Ένα άτιτλο ποίημα του Ιρλανδού θεατρικού συγγραφέα Samuel Beckett (1906-1989) συνοδεύεται από πίνακες του Ιρλανδού ζωγράφου John Lavery (1856-1941) που απεικονίζουν σκηνές στην παραλία.  
    Ο Μπέκετ, αν και είναι γνωστός κυρίως για τα θεατρικά του έργα (το θεατρικό του έργο "Περιμένοντας τον Γκοντό"θεωρείται εμβληματικό δραματικό κείμενο για το μοντέρνο θέατρο, το επονομαζόμενο "θέατρο του παραλόγου"), έχει γράψει και ποιήματα. Ο ίδιος, χαριτολογώντας,  τα ονόμαζε "ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες". Πρόκειται για ολιγόστιχα ποιήματα, που διακρίνονται από βαθύτατα στοχαστική διάθεση και μελαγχολικό τόνο, όπως άλλωστε και τα θεατρικά του έργα... Επιλέγω να παρουσιάσω σε δύο μεταφραστικές εκδοχές ένα αγαπημένο μου ποίημα για τις ονειρικές του εικόνες μέσω των οποίων ο ποιητής μιλά για την αναπόφευκτη προσωρινότητα της ανθρώπινης ζωής και εκφράζει την αίσθηση του εφήμερου της κάθε στιγμής....

John Lavery (1856-1941),  To νέο φεγγάρι.

John Lavery (1856-1941), Στους λόφους. 1911.


Είμαι αυτή η ροή της άμμου που γλιστράει
ανάμεσα στο βότσαλο και στον αμμόλοφο
η καλοκαιρινή βροχή πέφτει πάνω στη ζωή μου
πάνω σ'εμένα η ζωή μου που μου ξεφεύγει με 
καταδιώκει
και θα σβήσει τη μέρα που άρχισε

αγαπημένη στιγμή σε βλέπω
μέσα σ'αυτό το παραπέτασμα της ομίχλης που χάνεται
όπου δε θα 'χω παρά να πατήσω σ'αυτά τα μακριά
κινούμενα κατώφλια
και θα ζήσω
όσο ν'ανοιγοκλείσει μια πόρτα

Μετάφραση: Γιώργος Βίλλιος
Βλ. Samuel Beckett, Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες. Εκδόσεις Ερατώ.

John Lavery, Ώρα θαλασσινού μπάνιου στο Λίντο. Βενετία. 1912.

John Lavery (1856-1941), Μία μέρα με άνεμο. Γύρω στα 1908.

Ακολουθώ τη ροή της άμμου που γλιστρά
Ανάμεσα αμμόλοφο και βότσαλο
Η θερινή βροχή βρέχει τη ζωή μου
Εμένα τη ζωή μου που μου διαφεύγει με καταδιώκει
Απ’ όταν άρχισε μέχρι που να τελειώσει 


Σε βλέπω αγαπημένη στιγμή
Μέσα σ’ αυτό το παραπέτασμα ομίχλης που διαλύεται
Όπου θα σταματήσω να πατώ αυτά τα μακριά κινούμενα κατώφλια
Θα ζήσω τόσο όσο διαρκεί το ανοιγοκλείσιμο μιας πόρτας

Samuel Beckett, Ποιήματα συνοδευόμενα από σαχλοκουβέντες. Μετάφραση: Iωάννα Αβραμίδου

John Lavery (1856-1941), Στην αμμουδιά. 1917.

John Lavery (1856-1941), Βράδυ στην παραλία. 1920.


Το Καλοκαίρι στην ποίηση. Γιώργος Θέμελης, Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι

$
0
0
Το Καλοκαίρι στην ποίηση και τη ζωγραφική.  "Ξυπνάς το αιώνιο Καλοκαίρι"του Γιάννη Θέμελη και πίνακες ζωγραφικής του Frank Weston Benson

   Περάσαμε στο Καλοκαίρι, στο "αιώνιο Καλοκαίρι", όπως το ονομάζει ο ποιητής Γιώργος Θέμελης (1900-1976). Ας θυμηθούμε το ποίημά του μαζί με πίνακες ζωγραφικής ενός αγαπημένου ζωγράφου, του Αμερικανού ιμπρεσιονιστή Frank Weston Benson (1862-1951).

Frank Weston Benson (1862-1951), Καλοκαίρι. 1890. Smithsonian Art Museum.

Γιώργος Θέμελης (1900-1976), Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι

Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι,
ανατέλλοντας έναν άλλο ήλιο,
κάνοντας πιο όμορφα, πιο θαυμαστά τα μάτια,
καθώς ελπίζουν να σε ιδούν, κρεμώντας μια
λευκή αντηλιά...

Κι είναι η σκιά σου αυτό το φως το ειρηνικό που
πέφτει
στους κάμπους - στεφανωμένους με πορφυρή
αιωνιότητα...


Κι είναι η σκιά σου αυτό το φως που με τυλίγει,
και με σηκώνει, με κρεμνάει ψηλά,
στην άνοιξη του κόρφου του!...


Από τη συλλογή "Άνθρωποι και πουλιά" (1947)

Frank Weston Benson (1862-1951), Λιακάδα. 1909. Indianapolis Art Museum.

S. John Lavery, Μπάνια στο Lido της Βενετίας

$
0
0

Το καλοκαίρι στη ζωγραφική: Μπάνια στο Lido της Βενετίας

   Μία σκηνή από την κοσμοπολίτικη παραλία του Lido της Βενετίας στις αρχές του 20ού αιώνα απεικονίζει ο Ιρλανδός ζωγράφος Sir John Lavery.

S. John Lavery, Μπάνια στο Lido. Βενετία. 1912. Ιδιωτική Συλλογή 

Καλοκαιρινές λιακάδες. Νικηφόρος Βρεττάκος και Lillian Genth

$
0
0
  Στο φως της καλοκαιρινής λιακάδας. Νικηφόρος Βρεττἀκος, "O Χορός του Κορυδαλλού"
και πίνακες για το καλοκαίρι της  Lillian Mathilde Genth (1876-1953)

    Ήλθε και ο Ιούλιος! Είναι για ακόμη μια φορά Καλοκαίρι. Ας κάνω μία αισιόδοξη καλοκαιρινή ανάρτηση, με φως και αγάπη. Σκέφτομαι ένα ποιητή που έχει πολλές αναφορές στην ποίησή του για το φως και την αγάπη, τον τρυφερό Νικηφόρο Βρεττάκο. Επιλέγω αποσπάσματα από το ποιητικό έργο "Ο Xορός του Κορυδαλλού"και τα συνοδεύω με εικόνες της Αμερικανίδας ιμπρεσιονίστριας ζωγράφου Lillian Mathilde Genth (1876-1953).

Lillian Genth (1876-1953), Καλοκαιρινό πρωινό.  Στο φως του πρωινού ήλιου, σκεφτική στην παραλία.


Lillian Genth (1876-1953),  Καλοκαιρινό απόγευμα. Σε περισυλλογή στη λιακάδα του καλοκαιρινού απογεύματος .

"... Μου βάσταξες τις σκαλωσιές του ήλιου – ώσπου αναλήφθηκα.
Είδα τον κόσμο από το ύψος του τελευταίου φωτός.
Είσαι συ, που με βοήθησες ν’ ανακαλύψω λοιπόν
πως ο κόσμος γυρίζει έξω απ’ τη νύχτα.
Πως ο άνθρωπος είναι ένα σύστημα ήλιου. Πως όλα
τα κύτταρά μου είναι λίμνες που αναδίνουνε φως…

Lillian Genth (1876-1953),  Μαζεύοντας λουλούδια. Καλοκαίρι.

…Όλα λένε: «Αγάπη». Κι όταν γράφω «αγάπη» δεν έχω πια άλλο.
Αλλά εγώ σ’ αγαπώ. Και γι’ αυτό κομματιάζω
τη λέξη «αγάπη» σε χιλιάδες ρινίσματα
και ζυμώνω τα χρώματα, όχι σαν να ’ναι να ειπώ ή να γράψω, αλλά
σα να ’μαι ο παντοκράτορας ενός μεγάλου περιβολιού
και να θέλουν τα χέρια μου να υφάνουνε κρίνα…"

Aποσπάσματα από το ποιητικό έργο "Ο Χορός του Κορυδαλλού"που ανήκει στην ποιητική συλλογή "O Χρόνος και το Ποτάμι". 1957.


Lillian Genth (1876-1953), Καλοκαιρινή μελωδία. 

Lillian Genth (1876-1953), Σε σκιερό μέρος.

Η Θεσσαλονίκη στο έργο του Κωνσταντίνου Μαλέα

$
0
0
Εικόνες της Θεσσαλονίκης στο έργο του Κωνσταντίνου Μαλέα

   Ο Κωνσταντίνος Μαλέας (Κωνσταντινούπολη 1879-Αθήνα 1928) θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ζωγράφους, εισηγητής, μαζί με τον Κωνσταντίνο Παρθένη, του μοντερνισμού στη νεοελληνική ζωγραφική. Οι σπουδές του στο Παρίσι τον έφεραν σε επαφή με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά κινήματα και ιδιαίτερα τον μεταϊμπρεσιανισμό. Το  Νοέμβριο του 1913, αφού την ίδια χρονιά έχει παντρευτεί την Ελένη Τζορμπατζή από τη Σμύρνη, εγκαθίσταται στην πρόσφατα απελευθερωμένη Θεσσαλονίκη  με τους βαλκανικούς πολέμους (απελευθερώθηκε στις 26 Οκτωβρίου του 1912) ως αρχιμηχανικός του Δήμου Θεσσαλονίκης. Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά (Αύγουστος του 1917) εγκαταλείπει τη Θεσσαλονίκη για να εγκατασταθεί στην Αθήνα τον Σεπτέμβριο του 1917. Λέγεται ότι η πυρκαγιά του 1917 κατέστρεψε σημαντικό αριθμό των έργων του. Πάντως, από την περίοδο  της διαμονής του στη Θεσσαλονίκη (1913-1917) διασώθηκαν κάποιοι πίνακες που απεικονίζουν διάφορες όψεις της πόλης, η οποία διατηρούσε ακόμα τα χαρακτηριστικά μίας οθωμανικής μεγαλούπολης.
   

Κωνσταντίνος Μαλέας, Ηλιοβασίλεμα στη Θεσσαλονίκη. 1913.  Μία μαγική εικόνα της πόλης. 

    Ο ζωγράφος γυρνάει με το καβαλέτο του στους δρόμους στις παρυφές της παλιάς Άνω πόλης, περιηγείται τα βυζαντινά κάστρα και τις παλιές βυζαντινές εκκλησιές που είχαν μετατραπεί σε τζαμιά την εποχή των Οθωμανών και διατηρούσαν ακόμα τους μιναρέδες. Ζωγραφίζει όψεις της πόλης από ψηλά μέχρι το Θερμαϊκό με τα απόκοσμα χρώματα του δειλινού και τα βυζαντινά κάστρα από κάτω προς τα πάνω με τα χρώματα του πρωινού, εικόνες από τα σοκάκια με τα παλιά σπίτια  και τα βυζαντινά εκκλησάκια της Άνω Πόλης. 
   Ας δούμε τους πίνακες του Κωνσταντίνου Μαλέα σε συνδυασμό με παλιές καρτ ποστάλ της ίδιας εποχής.

Κωνσταντίνος Μαλέας, Άγιοι Απόστολοι. Θεσσαλονίκη. 1914-1917.

Οι Άγιοι Απόστολοι της Θεσσαλονίκης ως τζαμί. 1917.  Παλιά καρτ ποστάλ.


Kωνσταντίνος Μαλέας, Άγιος Γεώργιος. 1914-1917.

Ναός Αγίου Γεωργίου. Η Ροτόντα.  Θεσσαλονίκη. Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.

Kωνσταντίνος Μαλέας, Ο Άγιος Γεώργιος από το πλατάνι. 1914-1917.

Kωνσταντίνος Μαλέας, Η Αγία Αικατερίνη. Θεσσαλονίκη. 1914-1917.

Η Αγία Αικατερίνη της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 20ού αιώνα. Θεσσαλονίκη.

Κωνσταντίνος Μαλέας, Ο προφήτης Ηλίας. Θεσσαλονίκη. 1914-1917.

R. W. Schultz, S.H. Barnsley, Ο Προφήτης Ηλίας ως τζαμί. 1889-1890. Θεσσαλονίκη.


Kωνσταντίνος Μαλέας, Η Άνω Πόλη.

Κωνσταντίνος Μαλέας, Τα τείχη της Θεσσαλονίκης.

Κωνσταντίνος Μαλέας, Τα μνήματα των καταχτητάδων. 1917.

Θεσσαλονίκη. Τουρκικά μνήματα. 1917. Καρτ ποστάλ.

Κωνσταντίνος Μαλέας, Μνήματα έξω από τη Θεσσαλονίκη. 


Άλλοτε η θάλασσα. Ένα ποίημα του Γιώργου Σαραντάρη και πίνακες του Albert Edelfelt

$
0
0
Γιώργος Σαραντάρης, Άλλοτε η θάλασσα

 ...Άλλοτε η θάλασσα...τότε που ήμαστε παιδιά και χαιρόμαστε την καλοκαιρινή θάλασσα, που παίζαμε στην ακρογιαλιά και ονειρευόμαστε ταξίδια, τότε που τα όνειρά μας ήταν ταξίδια συναρπαστικά με δυνατές συγκινήσεις...

   Aς ταξιδέψουμε σε θάλασσες μακρινές, θάλασσες ονειρεμένες και μαγικές με τους στίχους του αγαπημένου μου ποιητή Γιώργου Σαραντάρη και με τις εικόνες, ενός σημαντικού Φινλανδού ζωγράφου, του Albert Edelfelt (1854-1905)

Albert Edelfelt (1854-1905), Παιδιά που παίζουν στη θάλασσα. 1884. Ateneum Art Gallery. Helsinki.

Albert Edelfelt (1854-1905), Οι κατασκευαστές καραβιών. 1886. Ιδιωτική Συλλογή.

Albert Edelfelt (1854-1905), Η μικρή βάρκα. 1884.


Ἄλλοτε ἡ θάλασσα μᾶς εἶχε σηκώσει στὰ φτερά της
Μαζί της κατεβαίναμε στὸν ὕπνο
Μαζί της ψαρεύαμε τὰ πουλιὰ στὸν ἀγέρα
Τὶς ἡμέρες κολυμπούσαμε μέσα στὶς φωνὲς καὶ τὰ χρώματα
Τὰ βράδια ξαπλώναμε κάτω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ τὰ σύννεφα
Τὶς νύχτες ξυπνούσαμε γιὰ νὰ τραγουδήσουμε
Ἦταν τότε ὁ καιρὸς τρικυμία χαλασμὸς κόσμου
Καὶ μονάχα ὕστερα ἡσυχία
Ἀλλὰ ἐμεῖς πηγαίναμε χωρὶς νὰ μᾶς ἐμποδίζει κανεὶς
Νὰ σκορπᾶμε καὶ νὰ παίρνουμε χαρὰ
Ἀπὸ τοὺς βράχους ὡς τὰ βουνὰ μᾶς ὁδηγοῦσε ὁ Γαλαξίας
Καὶ ὅταν ἔλειπε ἡ θάλασσα ἦταν κοντὰ ὁ Θεός.

Από τη συλλογὴ Σὰν Πνοὴ τοῦ Ἀέρα, 1999.Ἐπιμέλεια καὶ Ἀνθολόγηση Μαρία Ἰατροῦ. Ἐκδόσεις ΕΡΜΗΣ, Ἀθήνα 1999.



Albert Edelfelt(1854-1905), Καλοκαιρινό βράδυ στο Ηammar. 1885. Eθνική Πινακοθήκη Δανίας. Κοπεγχάγη.




Φωνή από τη θάλασσα. Ένα ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη και πίνακες ζωγραφικής του Arthur Frank Mathews

$
0
0
Φωνή από τη Θάλασσα. Το τραγούδι της θάλασσας

    "Φωνή από τη Θάλασσα"είναι ο τίτλος ενός από τα λεγόμενα Αποκηρυγμένα Ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, ποιήματα που βρέθηκαν και δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατο του ποιητή. O ίδιος φαίνεται ότι τα είχε αποκηρύξει, όταν ήταν εν ζωή.  Πρόκειται για ποιήματα που κινούνται στην ατμόσφαιρα του ρομαντισμού και χαρακτηρίζονται από λυρισμό. 
   Επειδή κάθε κείμενο του ποιητή παρουσιάζει πάντα ενδιαφέρον για τους αναγνώστες και τους μελετητές του έργου του. Για αυτό, λοιπόν, ας διαβάσουμε το ποίημα του "Φωνή από τη Θάλασσα"και ας δούμε πίνακες του Αμερικανού Arthur Frank Mathews (1860-1945). 

Arthur Frank Mathews, Το τραγούδι της θάλασσας (Οι τρεις Χάριτες). 1909.  Μουσείο Καλών Τεχνών του San Francisko.

K. Kαβάφη, Φωνή από τη Θάλασσα

Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —
        φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
        και την ευφραίνει.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
        ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Το ψάλλει με την θεία της φωνή εκείνη,
όταν στους ώμους της απλώνει την γαλήνη
        σαν φόρεμά της ο καιρός ο θερινός.

Φέρνει μηνύματα εις ταις ψυχαίς δροσάτα
η μελωδία της. Τα περασμένα νειάτα
        θυμίζει χωρίς πίκρα και χωρίς καϋμό.
Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε,
αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνε
        μες στων κυμάτων τον γλυκόν ανασασμό.


Arthur Frank Mathews, Κοπέλες που χορεύουν.

Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,
τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,
        ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.
Και σαν κυττάζεις την υγρή της πεδιάδα,
σαν βλέπεις την απέραντή της πρασινάδα,
        τον κάμπο της πούναι κοντά και τόσο μακρυνός, 
γεμάτος με λουλούδια κίτρινα που σπέρνει
το φως σαν κηπουρός, χαρά σε παίρνει
        και σε μεθά, και σε υψώνει την καρδιά.
Κι αν ήσαι νέος, μες σταις φλέβες σου θα τρέξη
της θάλασσας ο πόθος· θα σε ’πη μια λέξι
το κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξη
        με μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά.

Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή — 
        φωνή που μπαίνει
μες στην καρδιά μας και την συγκινεί
        και την ευφραίνει.
Arthur Frank Mathews, To κύμα. Marine.

Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων; —
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων,
        που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό,
και κλαίν για ταις γυναίκες των, για τα παιδιά των,
και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των,
           ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό,

σε βράχους και σε πέτραις κοφτεραίς τους σπρώχνει,
τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει,
        κ’ εκείνοι τρέχουνε σαν νάσαν ζωντανοί
με ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα,
και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα,
        από την αγωνία των την υστερνή.

Arthur Frank Mathews,  Κένταυρος και γοργόνα στην ακροθαλασσιά το ηλιοβασίλεμα.

Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων;—
το τραγικό παράπονο των πεθαμένων
        που κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό.
Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν,
και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν,
        και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κ’ ευσπλαγχνικό.

Τάφο, που ο πανάχραντος Σταυρός φυλάει,
που κάποτε κανένας ιερεύς θα παή
        θυμίαμα να κάψη και να ‘πη ευχή.
Χήρα τον φέρνει που τον άνδρα της θυμάται
ή υιός, ή κάποτε και φίλος που λυπάται.
Τον πεθαμένο μνημονεύουν· και κοιμάται 
        πιο ήσυχα, συγχωρεμένη η ψυχή. 
Viewing all 472 articles
Browse latest View live


<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>