Μέρα Μαγιού του 1936. Όταν η τέχνη συναντά την ιστορία
Από μία φωτογραφία σ΄ ένα ποίημα
Το φύλλο της εφημερίδας "Ριζοσπάστης"με ημερομηνία 10 Μαϊου του 1936. Αναφέρεται στα αιματηρά γεγονότα της προηγούμενης ημέρας στη Θεσσαλονίκη και δημοσιεύει φωτογραφίες με στιγμιότυπα από δρόμους του ιστορικού κέντρου της πόλης όπου διαδραματίστηκαν τα επεισόδια της διαδήλωσης. Οι δυνάμεις της χωροφυλακής χτυπούν τους άοπλους διαδηλωτές της εργατικής απεργίας με αποτέλεσμα νεκρούς στους δρόμους...
Το φύλλο της εφημερίδας "Ριζοσπάστη"με ημερομηνία 12 Μαΐου 1936, στο οποίο δημοσιεύεται το "Μοιρολόι"του Γιάννη Ρίτσου. Αποτελείται από τρία ποιητικά άσματα με 44 στίχους.
Η πρώτη έκδοση του "Επιτάφιου"από το εκδοτικό οίκο του "Ριζοσπάστη"τον Ιούνιο του 1936. Χαρακτικό του Λυδάκη.
Ξυλογραφία του Τάσσου από την 30η έκδοση του "Επιτάφιου", Κέδρος 1979.
Επιλέγω τα πρώτα αποσπάσματα από την τελική έκδοση του Επιταφίου. Κάποιοι από τους στίχους είναι γνωστοί στο ευρύ κοινό, γιατί έχουν μελοποιηθεί και τραγουδηθεί.
I
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τί πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,
Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
II
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;
Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ’ αυγερινό τραγούδι.
Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ είτανε για μένα.
Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θα ’μπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;
Γιε μου, αν δε σου ’ναι βολετό να ’ρθεις ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Κι αν είν’ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.
III
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
—καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,
Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,
Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθέ τους κόπαζε κ’ η πίκρα μου κι ο αγώνας,
Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ’ τα μπαλκόνια,
Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα, σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ’ ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;
Ξυλογραφία του Τάσσου από την 30η έκδοση του "Επιτάφιου", Κέδρος 1979.
IV
Γιέ μου, ποιά Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιά μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;
Πουρνό-πουρνό μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακρυά ὁ καμπανοκρούστης.
Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνά-πυκνά ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.
Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζί κι ἀηδόνι.
Καὶ γὼ ἡ φτωχειά κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλή κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνή ἡ ματιά μου ἐφίλα
Μιά-μιά τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θώρι
κι ἀγάλλομουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.
Κι οὐδέ κακόβαλα στιγμή κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρός τὰ βόλια νὰ κρατήσω.
Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτές μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὤ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
V
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλούζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερό τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργός θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρό περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιές ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
Ξυλογραφία του Τάσσου από την 30η έκδοση του "Επιτάφιου", Κέδρος 1979.
VI
Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω
Στὸ λιακωτό καὶ κοίταζες καὶ δίχως νὰ χορταίνεις
ἄρμεγες μὲ τὰ μάτια σου τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης
Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο ἁπλωτό μοῦ τἄδειχνες ἕνα-ἕνα
τὰ ὅσα γλυκά, τὰ ὅσα καλά κι ἀχνά καὶ ροδισμένα
Καὶ μοὔδειχνες τὴ θάλασσα νὰ φέγγει πέρα, λάδι,
καὶ τὰ δεντρά καὶ τὰ βουνά στὸ γαλανό μαγνάδι
Καὶ τὰ μικρά καὶ τὰ φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αὐτές τὶς διαμαντόπετρες που ἵδρωνε δίπλα ἡ στάμνα.
Μά, γιόκα μου, κι ἂν μοὔδειχνες τ'ἀστέρια καὶ τὰ πλάτια,
τἄβλεπα ἐγὼ πιό λαμπερά στὰ θαλασσιά σου μάτια.
Καὶ μοῦ ἱστοροῦσες μὲ φωνὴ γλυκειά, ζεστή κι ἀντρίκια
τόσα ὅσα μήτε τοῦ γιαλοῦ δέ φτάνουν τὰ χαλίκια
Καὶ μοὔλεες, γιέ, πὼς ὅλ'αὐτά τὰ ὡραῖα θἆναι δικά μας,
καὶ τώρα ἐσβήστης κ'ἔσβησε τὸ φέγγος κ’ ἡ φωτιά μας.
VII
Εἴσουν καλός κ'εἴσουν γλυκός, κι εἶχες τίς χάρες ὅλες,
ὅλα τὰ χάδια τοῦ αγεριοῦ, τοῦ κήπου ὅλες τίς βιόλες.
Τό πόδι ἐλαφροπάτητο σάν τρυφερούλι ἐλάφι,
πάταγε τὸ κατώφλι μας κι ἔλαμπε σὰ χρυσάφι.
Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι;
Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει
Ὤχ, δὲν ἀκούστηκε ποτές καὶ δέ μπορεῖ νὰ γίνει
νὰ καίγουνται τὰ χείλια μου καὶ νἆμαι μπρός στὴν κρήνη,
Νἆμαι κοντά σου, ἀγόρι μου, καὶ νὰ σὲ κράζω ὠιμένα,
καὶ σύ μήτε νὰ νοιάζεσαι γιὰ τὴ φτωχούλα ἐμένα.
Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.
Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.
Δόστε μου ἀϊτοί, νύχια, φτερά γιὰ νάν τους κυνηγήσω
καὶ τὴν καρδιά τους, μύγδαλο νάν τηνε ροκανίσω.
VIII
Ποῦ πέταξε τ'ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ'ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.
Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στ'ἄσπρο μικρούλι σπίτι,
νὰ σ'ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ'ἔχω σάν σπουργίτι,
Νὰ ταΐζω σε στὴ φοῦχτα ου σπυρί-σπυρἰ τὴ ζωή μου
καὶ μὲς στὸν ἴσκιο σου νὰ ζῶ, καμαρωτό δεντρί μου.
Καμμιᾶς κοπέλας θησαυρό δέ στάθηκες νὰ πάρεις –
ἔφευγες πάντα ἐμπρός λαμπρός καὶ πάντα καβαλλάρης.
Κ'εἴταν χαρά σου νὰ σκορπᾷς, καὶ δόξα σου νὰ παίρνουν –
ν'ἀνασηκώνεις ἀπ'τὴ γῆς τὰ ὅσα βογγοῦν καὶ γέρνουν.
Κι ὅλα τὰ πλούτια σου, γλυκέ, στὸν κόσμο ἐχάριζές τα –
κι ὅλα τὰ χάρισες, κ'ἐμέ μ'ἀφῆκες δίχως ζέστα.
Γιέ μου, δέν ξέρω ἂν πρέπει μου νὰ σκύβω, νὰ σπαράζω,
γιά πρέπει μου ὄρθια νὰ σταθῶ, νὰ σέ χιλιοδοξάζω.
Πότε τὶς χάρες σου, μιά-μιά, τὶς παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό-λυγμό, τὶς δένω μοιρολόι.
IX
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα!
Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἄν εἰσουν δίκαιος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλά μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορά που ὡρμήνευε, κάθε φορά που ἐμίλει:
Ἐ μ ε ῖ ς ταγίζουμε τὴ ζωή στὸ χέρι περιστέρι,
κ᾿ ἐ μ ε ῖ ς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δέν ἔχουμε στὸ χέρι –
Ἐ μ ε ῖ ς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοί κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιά δέ μοὔμεινε καμμιά χαρά καὶ πίστη –
καὶ τὸ χλωμό καὶ τὸ στερνό καντήλι μας ἐσβήστη.
Καί, τώρα, ἐπά’ σὲ ποιά φωτιά τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;
Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος, Κέδρος 1979. Η 30ή έκδοση του Επιτάφιου από τις εκδόσεις "Κέδρος"με ξυλογραφίες του γνωστού χαράκτη Α. Τάσσου. Ήταν τιμητική έκδοση για τα εβδομήντα χρόνια από τη γέννηση του Ρίτσου (γεννήθηκε το 1909 στη Μονεμβασιά).
Το 1958 ο Γιάννης Ρίτσος έστειλε ένα αντίτυπο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου (έκδοση "Κέδρος", 1956) στον Μίκη Θεοδωράκη που τότε βρισκόταν για μουσικές σπουδές στο Παρίσι. Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε οκτώ αποσπάσματα της ποιητικής σύνθεσης και στα τέλη του 1959 τα στέλνει στην Αθήνα για να εκδοθούν ως δίσκος από την Columbia με ενορχήστρωση του Μάνου Χατζιδάκι. Ωστόσο, ο πρώτος δίσκος με τον μελοποιημένο Επιτάφιο σε ενορχήστρωση Μάνου Χατζιδάκι και ερμηνεία Νάνα Μούσχουρη φαίνεται ότι δεν ικανοποίησε τον Θεοδωράκη και τον Ρίτσο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στο πιάνο και ο Μανόλης Χιώτης στο μπουζούκι με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Τελικά, ο Μίκης Θεοδωράκης επέστρεψε στην Αθήνα από το Παρίσι και ηχογράφησε το έργο με δική του ενορχήστρωση και ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση, ενώ χρησιμοποίησε στο μπουζούκι τον Μανόλη Χιώτη. Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1960 και είχε μεγάλη απήχηση.
"Επιτάφιος"σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, μουσική και ενορχήστρωση Μίκη Θεοδωράκη. Ερμηνεία Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Καίτη Θύμη. Μπουζούκι Μανώλης Χιώτης. 1960. Πρόκειται για εμβληματικό μουσικό έργο της ελληνικής έντεχνης μουσικής. Από τα πρώτα έργα με μελοποιημένη ποίηση. Χάρη στη μελοποίηση το ευρύ κοινό ήλθε κοντά με την ποίηση.
Η πρώτη έκδοση του έργου. 1960. Το εξώφυλλο του δίσκου με ενορχήστρωση Μάνου Χατζιδάκι. Ο ίδιος έπαιζε στο πιάνο. Τραγούδι η Νάνα Μούσχουρη. Εικονογράφηση του Γιάννη Μόραλη. Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Ρίτσος δεν ενέκριναν αυτή την εκτέλεση του έργου.
Το 1963 ακολούθησε η τρίτη μουσική έκδοση του έργου. Σε ερμηνεία της Μαίρης Λίντα. Στο μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης και μικρή ορχήστρα εγχόρδων.