Γιάννης Κοντός και Marianna Stokes: Τα παιδιά του Ντίκενς
...Και τώρα που οι Γιορτές των Χριστουγένων και της Πρωτοχρονιάς έχουν περάσει, σκέφτομαι τα "παιδιά του Ντίκενς", τα παιδιά-ήρωες των βιβλίων του. Στις Διακοπές των Χριστουγέννων, χωρίς την πίεση των σχολικών μαθημάτων, μ᾽άρεσε να διαβάζω τις περιπέτειες των ορφανών, φτωχών και άστεγων παιδιών στα βιβλία του Ντίκενς. Στη σκοτεινή και μεγαγχολική ατμόσφαιρα του Λονδίνου της Βικτωριανής Εποχής αναζητούσαν μία ζεστή γωνιά για να περάσουν τη νύχτα τους, λίγο φαγητό για να ξεγελάσουν την πείνα τους και τρυφερά φιλικά λόγια από συμπονετικούς άγνωστους...και στο τέλος κατάφερναν να βρουν ζεστασιά, θαλπωρή και αγάπη για πάντα...
Mariannε Stokes (1855-1927), Το δοχείο του γάλακτος. Πριν το 1884. Ιδιωτική Συλλογή.
Τι να έγιναν άραγε αυτά τα παιδιά του Ντίκενς που μας συντρόφευαν στις αναγνώσεις των παιδικών μας χρόνων; τα παιδιά εκείνα με τα οποία ταξιδεύαμε νοερά σε κόσμους σκοτεινούς και σκληρούς όπου τελικά θριάμβευε το καλό και νικούσε το φως...
Marianne Stokes (1855-1927), Θησαυροί της παιδικής ηλικίας. 1885. Μουσείο του Κάστρου Nottingham και Πινακοθήκη Τέχνης
Mε τις εικόνες της Marianne Stokes που μου θυμίζουν εκείνες τις "μαγικές"αναγνώσεις των παιδικών χρόνων, επιστρέφω στα φανταστικά ταξίδια...
...και αναρωτιέμαι ξανά και ξανά, όπως και ο ποιητής, τι να απέγιναν άραγε εκείνα τα παιδιά του Ντίκενς...
Marianne Stokes, Άστεγα (ή προς τους αγρούς). 1885. Ιδιωτική Συλλογή.
Γιάννης Κοντός, Τι έγιναν τα παιδιά του Ντίκενς
Χάθηκαν προσωρινά, γίνανε σκιές,
με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα
μέσα από την ομίχλη,
πιάνουν την άκρη του παλτού μου.
Χειμώνας είναι γι αυτά, βαρύς, με χιόνια.
Με παπούτσια χαλασμένα, με αισθήματα
κουρέλια τριγυρνάνε άσκοπα στους δρόμους,
κάτω από φανάρια του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Το χιόνι σφυρίζει και τα χτυπάει αλύπητα.
Προσπαθεί να τα σβήσει από τις σελίδες των
βιβλίων. Αυτά όμως επιμένουν να τριγυρνάνε
στη μνήμη μας, να μας τυραννούν, να μας συντροφεύουν.
Χλομά και πεινασμένα μας περιμένουν
στη γωνιά, με τους ώμους να διψούν
για χάδι. Σούρουπο τα είδαμε για πρώτη
φορά και μα έφεραν τα πιο παράτολμα σχέδια.
Εκεί που σβήνει η μουσική, κρύβονται φοβισμένα
τα παιδάκια κοιτώντας το φεγγάρι.
με παρακολουθούν για δευτερόλεπτα
μέσα από την ομίχλη,
πιάνουν την άκρη του παλτού μου.
Χειμώνας είναι γι αυτά, βαρύς, με χιόνια.
Με παπούτσια χαλασμένα, με αισθήματα
κουρέλια τριγυρνάνε άσκοπα στους δρόμους,
κάτω από φανάρια του δεκάτου ενάτου αιώνα.
Το χιόνι σφυρίζει και τα χτυπάει αλύπητα.
Προσπαθεί να τα σβήσει από τις σελίδες των
βιβλίων. Αυτά όμως επιμένουν να τριγυρνάνε
στη μνήμη μας, να μας τυραννούν, να μας συντροφεύουν.
Χλομά και πεινασμένα μας περιμένουν
στη γωνιά, με τους ώμους να διψούν
για χάδι. Σούρουπο τα είδαμε για πρώτη
φορά και μα έφεραν τα πιο παράτολμα σχέδια.
Εκεί που σβήνει η μουσική, κρύβονται φοβισμένα
τα παιδάκια κοιτώντας το φεγγάρι.