Ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου για το χρέος των ποιητών
Ο Γιάννης Ρίτσος στον Άη Στράτη. 1951.
Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος εξόριστος στη Μακρόνησο. 1949-1950.
"Το χρέος των ποιητών"του Γιάννη Ρίτσου είναι ένα ποίημα αυτοαναφορικό. Ένα ποίημα για την ποίηση. Ένα ποίημα για τα ποιήματα και για το "χρέος των ποιητών"από έναν επικολυρικό ποιητή που υπήρξε ο κύριος εκπρόσωπος της "στρατευμένης"νεοελληνικής ποίησης, από έναν αφοσιωμένο ποιητή που αφιέρωσε το έργο και τη ζωή του στους κοινωνικούς αγώνες, τον Γιάννη Ρίτσο.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου "Τρακτέρ"εκδόθηκε
από τις εκδόσεις Γκοβόστη το 1934.
Ο πρώτος στίχος είναι: "Mητέρα, Ποίηση, δέξε με".
από τις εκδόσεις Γκοβόστη το 1934.
Ο πρώτος στίχος είναι: "Mητέρα, Ποίηση, δέξε με".
Γιάννη Ρίτσου, Το χρέος των ποιητών
Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια. Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο. Άλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα. |
Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη. Άλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ'τ'ανθισμένα δέντρα. Άλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο. |
Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν'ακούγονται. Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια άλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα. |
Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία, εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα. |
Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα όπλα πεταμένα στο χώμα κι όπλα στραμμένα στην καρδιά του εχθρού. |
Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ'τη σιωπή σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ'τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου — κοιτάζουν μακριά μες στη βροχή — δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε. |
Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα άλλα σαν κυπαρίσσια σ'ένα λιόγερμα θλίψης άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ'ένα κολχόζ. |
Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες — πόρτες κλειστές σ'ερημωμένα σπίτια και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές. |
Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μία πυρκαϊά, κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη κι άλλες που μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο. |
Υπάρχουν ποιήματα που καλπάζουν μες στο χρόνο σαν το κόκκινο ιππικό του Σμύρνενσκη ποιήματα καβαλάρηδες που αφήνουν τα γκέμια και πιάνουν την αξίνα. |
Πολλά ποιήματα γονατίζουν στη μέση του δρόμου, πολλά ποιήματα άνεργα μ'αδούλευτα χέρια, πολλά ποιήματα εργάτες που ξεπερνούν χίλιες φορές τη νόρμα τους. |
Υπάρχουν στίχοι σα δαντέλες στο λαιμό των κοριτσιών ή σα δακτυλιδόπετρες με μικρές μυστικές παραστάσεις κι άλλοι που πλαταγίζουν ψηλά σα ρωμαλέες σημαίες. |
Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα στην ερημιά· βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάκτυλα των στίχων τους σ'ένα ρυάκι, ύστερα χάνονται ονειροπαρμένα μες στο δάσος και πια δεν επιστρέφουν. |
Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές δεμένες στα καμπανάκια των άστρων — αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα. |
Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη, περήφανα ποιήματα· δεν καταδέχονται τίποτα να πουν. Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι της σελήνης. |
Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά του ρεμβασμού. Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του. |
Κάποτε οι ποιητές μοιάζουν με πουλιά στο δάσος του χρόνου, οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια του Πόε, κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ'απόκρημνα ιδανικά. |
Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ — το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους ερωτικό τραγούδι πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται. |
Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα μες στην κρυστάλλινη δροσιά του δάσους βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε. |
Ο Γιάννης Ρίτσος και ο Μάνος Κατράκης στη Μακρόνησο. 1949-1950. ας κρατάμε τ'αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής — τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε. |
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας μη και μας εύρει ανέτοιμους η μεγάλη ώρα — ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του. |
Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ'τις σκάλες των αιώνων ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διαδρόμους της Μπίστριτζας. |
Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τα σταυρωμένα, σιωπηλά πένθιμα ταριχευμένα — διακόσμηση ξένων παλατιών — με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ'τα κόκκινα φρύδια τους. |
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, — ένας ποιητής είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του, ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του. |
(Τα επικαιρικά, Βάρνα, 20-6-58)
Ο Γιάννης Ρίτσος εξόριστος στον Άη Στράτη. 1952.