Πολύκλειτος Ρέγκος και Τόλης Νικηφόρου. Εικόνες της Θεσσαλονίκης στο έργο ενός ζωγράφου και ενός ποιητή.
Πολύκλειτος Ρέγκος, Άη Δημήτριος. 1935.
Πολύκλειτος Ρέγκος, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Χαρακτικό.
Επειδή σήμερα εορτάζει η Θεσσαλονίκη τον πολιούχο της Άγιο Δημήτριο και την απελευθέρωσή της από τον ελληνικό στρατό κατά τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο, σκέφτηκα να παρουσιάσω κάποιες εικόνες-όψεις της πόλης, έτσι όπως παρουσιάζονται στα έργα του Πολύκλειτου Ρέγκου (1903-1984), ενός σημαντικού μοντερνιστή ζωγράφου και χαράκτη που πέρασε πολλά χρόνια της ζωής του στη Θεσσαλονίκη (γεννήθηκε στη Νάξο, αλλά από το 1913 εγκαταστήθηκε με την πατρική οικογένειά του μόνιμα στη Θεσσαλονίκη.
Θα συνοδέψω τους πίνακες με τους στίχους ενός ποιητή από τη Θεσσαλονίκη, του Τόλη Νικηφόρου (γεννήθηκε το 1938). Επιλέγω δύο ποιήματα από την ποιητική συλλογή "Μυστικά και θαύματα ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας (2007). Τα ποιήματα διακρίνονται από βαθύτατη νοσταλγία για τη Θεσσαλονίκη παλιότερων εποχών, ενώ για την πόλη σκιαγραφείται μία εικόνα "ουτοπίας", την οποία φαίνεται να ενσταρνίζεται και ο Πολύκλειτος Ρέγκος,
Θα συνοδέψω τους πίνακες με τους στίχους ενός ποιητή από τη Θεσσαλονίκη, του Τόλη Νικηφόρου (γεννήθηκε το 1938). Επιλέγω δύο ποιήματα από την ποιητική συλλογή "Μυστικά και θαύματα ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας (2007). Τα ποιήματα διακρίνονται από βαθύτατη νοσταλγία για τη Θεσσαλονίκη παλιότερων εποχών, ενώ για την πόλη σκιαγραφείται μία εικόνα "ουτοπίας", την οποία φαίνεται να ενσταρνίζεται και ο Πολύκλειτος Ρέγκος,
Πολύκλειτος Ρέγκος, η Πλατεία Δικαστηρίων. Θεσσαλονίκη.
Πολύκλειτος Ρέγκος, όψη της Θεσσαλονίκης.
Τόλης Νικηφόρου, Κίτρινο ξωτικό κόκκινος χρόνος
το ξωτικό της Εγνατίας που χάθηκε
καμιά φορά το σούρουπο ξαναγυρίζει
λουσμένο στα θολά νερά του χρόνου
στο κίτρινό του πέρασμα μες στην ομίχλη
στο χώμα στρώνονται και πάλι οι ράγες
αρχίζει από το χτες ένα ταξίδι ατέλειωτο
ακούγεται μια μουσική
και ξεπροβάλλουν σπίτια σιωπηλά
μια ελευθερία παράνομη
στην κόκκινη καρδιά του χρόνου
στο κίτρινο του πέρασμα μες στην ομίχλη
δακρύζει κείνο το τίποτα της νιότης μας
που ήταν τα πάντα
το ξωτικό της Εγνατίας που χάθηκε
καμιά φορά το σούρουπο ξαναγυρίζει
στις γειτονιές που δεν υπάρχουν πια
κι από το Χαριλάου ως το Βαρδάρι
χτυπάει το καμπανάκι του
σαν φωτισμένο τραμ και σαν κορίτσι
που υπόσχεται τον ουρανό
το ξωτικό της Εγνατίας που χάθηκε
καμιά φορά το σούρουπο ξαναγυρίζει
λουσμένο στα θολά νερά του χρόνου
στο κίτρινό του πέρασμα μες στην ομίχλη
στο χώμα στρώνονται και πάλι οι ράγες
αρχίζει από το χτες ένα ταξίδι ατέλειωτο
ακούγεται μια μουσική
και ξεπροβάλλουν σπίτια σιωπηλά
μια ελευθερία παράνομη
στην κόκκινη καρδιά του χρόνου
στο κίτρινο του πέρασμα μες στην ομίχλη
δακρύζει κείνο το τίποτα της νιότης μας
που ήταν τα πάντα
το ξωτικό της Εγνατίας που χάθηκε
καμιά φορά το σούρουπο ξαναγυρίζει
στις γειτονιές που δεν υπάρχουν πια
κι από το Χαριλάου ως το Βαρδάρι
χτυπάει το καμπανάκι του
σαν φωτισμένο τραμ και σαν κορίτσι
που υπόσχεται τον ουρανό
Πολύκλειτος Ρέγκος, ένα πορτρέτο στην παλιά πόλη της Θεσσαλονίκης. 1928.
Ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αργά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή
το χώμα να μυρίζει γειτονιά
και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ’ τα κάστρα
νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους
να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ’ τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα
ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια
ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
και να χαμογελάει μια γλάστρα στο μπαλκόνι
αργά μες στο ψιλόβροχο να ξημερώνει Κυριακή
το χώμα να μυρίζει γειτονιά
και ο ταμπλάς ξεροψημένο σάμαλι
ένας χαρταετός να υψώνεται πάνω απ’ τα κάστρα
νωχελικά να κατεβαίνεις την Αριστοτέλους
να κάθεσαι σε καφενείο της παραλίας
πίσω απ’ τα τζάμια να ρουφάς
αργά, πολύ αργά τον τούρκικο
και να καπνίζεις ένα, δύο, τρία τσιγάρα
με τον καπνό να σε τυλίγει σαν ομίχλη
κοιτάζοντας τα ψαροκάικα και πιο βαθιά τη θάλασσα
ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα
χρώματα σκοτεινά να αναδύονται στο φως
να ονειρεύεσαι ταξίδια
Πολύκλειτος Ρέγκος, Η καμάρα. 1939.
Πολύκλειτος Ρέγκος, Άη Δημήτριος. 1939.